Δεν με έπαιρνε με τίποτα ο ύπνος πριν τις πέντε, στριφογύριζα αριστεροδεξά, σηκώθηκα, είπα να καπνίσω, δεν κάπνισα, έβαλα κάτι μουσικές, ξαναξάπλωσα, δεν, μπήκα για μπάνιο, τίποτα, κανένας ύπνος, και κατά τις πέντε ο κλοκ απλά κάθισα ακίνητος και μετά από κάποια ώρα με πήρε, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βρεθώ στο σουπερμαρκετ του χωριού μου και να ψάχνω για αγγουράκια τουρσί για μεσημεριανό και σε κάποια στιγμή ακούω φωνές και πανηγύρια και βγαίνω έξω και βλέπω ένα φορτηγάκι που μόλις είχε παρκάρει, και οι τύποι που οδηγούσαν είχαν μπει στο σουπερμάρκετ να κάνουν πλιάτσικο και έκλεβαν βότκες και καλούα. Ήταν αράπακλες γεροδεμένοι, ο ένας κολομβιανός και ο άλλος από άγιο μαρίνο. Ουλές στο πρόσωπο, χακί παντελόνια, μαχαίρια ράμπο (ναι, χτες που είχε το first blood το χάζεψα φυσικά) και υφάκι κακό και μοχθηρό "μη με κοιτάς". Βγαίνω έξω, και βλέπω στο φορτηγάκι από πίσω καμιά 30ριά αλυσοδεμένους καχεκτικούς γάλλους που έκλαιγαν με οδυρμούς και φώναζαν ωμοντιέ και ωλαλά. Ρωτάω τους μαύρους "γιατί έχετε γάλλους στο καμιόνι σας;", για να πάρω την απάντηση "δεν τα έμαθες; Τελικά έγινε η Επανάσταση και το προλεταριάτο νίκησε και αποφασίσαμε να κάνουμε ένα διαφορετικό εμπόριο λευκής σαρκός και πουλάμε πούστηδες γάλλους". "Σε τι μπορεί να είναι χρήσιμος ένας καχεκτικός πούστης γάλλος;" ρώτησα. Εκεί πήγε να μου παίξει τσαμπουκά, αλλά στο χωριό μου είχε ιδρυθεί μια φιλογαλλική μυστικιστική σέκτα που οργανώθηκε το βράδυ στην παιδική χαρά (απέναντι από το σπίτι μου) για να απελευθερώσουμε τους γάλλους. Εγώ βρήκα μια καραμπίνα και τελοσπάντων έγινε ένας μικροχαμός και ελευθερώσαμε τους γάλλους και πήρε έναν ο καθένας να τον κρύψουμε στο σπίτι μας μέχρι να φύγουν οι Μαύροι Κατακτητές. Εγώ όμως δεν πρόλαβα να πάω σπίτι μου και τράπηκα σε φυγή προς την παραλία με τον γάλλο μου (που συνέχιζε να φωνάζει ωμοντιέ και ωλαλά) και κρυφτήκαμε στο σε ένα ψηλοσπιτάκι ναυαγοσωστικό και εκεί μου έλεγε ιστορίες για το γαλλικό αντάρτικο στο Παρίσι και εγώ στόχευα με το όπλο μου στον δρόμο μην περάσουν οι αράπακλες και χαμογελάσουν και πυροβολήσω. Τελικά όταν τα πράγματα ηρέμησαν πήγα σπίτι μου στενό στενό με τον γάλλο και τον είδε η γιαγιά μου και άρχισε να ουρλιάζει και "ποσα στόματα θα ταϊζουμε" και "από τότε που ήρθαν οι γάλλοι δεν έχουν μείνει δουλειές για τους έλληνες" και "να φύγει". Ο γάλλος έφυγε κακήν κακώς τρέχοντας και ξαφνικά ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί και ο γάλλος μου σκοτώθηκε, μουτονεφάγανε τον γάλλο μου. Μετά έκαναν ντου στο σπίτι οι μαύροι γιατί νόμιζαν πως έχω κιάλλους μέσα, αλλά εγώ το έσκασα από μια μυστική καταπακτή και έτρεχα σε κάτι χωράφια και τώρα ήμουν καταζητούμενος και εγώ...





