Με τον εν ισχύ εκλογικό νόμο (ν. 3231/2004), αποχή, άκυρο και λευκή ψήφος είναι το ίδιο πράγμα, δηλ. μη έγκυροι ψήφοι που δεν προσμετρώνται στο σύνολο των έγκυρων ψήφων, βάσει των οποίων καθορίζονται τα ποσοστά ψήφων κάθε συμμετέχοντος κόμματος.

Οι άκυροι αυτοί ψήφοι δε πάνε υπέρ του πρώτου κόμματος, είναι απλώς ανύπαρκτοι ως προς το αποτέλεσμα. Ο λόγος που προβάλλεται προπαγανδιστικά το αντίστοιχο επιχείρημα είναι επειδή οι ψήφοι αυτοί, αν πήγαιναν στα μικρότερα κοινοβουλευτικά κόμματα, πράγματι θα μείωναν το ποσοστό των δύο μεγάλων κομμάτων (ως έγκυροι ψήφοι).

Τα πραγματικά προβλήματα του εκλογικού συστήματος είναι τα εξής δύο:

α) Θεωρώντας το λευκό ως ισοδύναμο με τη μη ψήφο, στην ουσία δεν υπάρχει τρόπος να ψηφίσεις την θέση "δεν με εκπροσωπεί κανένας". Για να υπάρχει πράγματι μία ψήφος διαμαρτυρίας, τα λευκά θα έπρεπε να συμμετέχουν στο σύνολο των ψήφων (σαν να είναι κόμμα) και να εκλέγουν, αντίστοιχα, κενές έδρες. Καθώς θα ήταν έγκυροι ψήφοι, αντίστοιχα θα μειώνονταν τα ποσοστά των συμμετεχόντων κομμάτων.

β) Η ψήφος σε εξωκοινοβουλευτικά κόμματα ναι μεν δεν επηρεάζει το ποσοστό επί του συνόλου των ψήφων, αλλά επηρεάζει την κατανομή των εδρών υπέρ του πρώτου κόμματος, εφόσον ο υπολογισμός της κατανομής των 260 εδρών, που μοιράζονται ποσοστιαία (οι άλλες 40 δίνονται μπόνους στο πρώτο κόμμα), λαμβάνει υπόψη μόνο τον συνολικό αριθμό ψήφων των κομμάτων που αποκτούν έδρα.


Υ.Γ. Περίληψη του εκλογικού νόμου