Κάνει πάρτι ο Γιάννης και έχει κλείσει ένα μαγαζί για ένα βράδυ. Το μαγαζί ήταν ένα καφετεριομπάρ, το οποίο ανήκε σε κάποιον συγγενή του, δεν πολυκατάλαβα τι και πως, αλλά τελοσπάντων είχε τεράστια κάβα, κανονικό μπαρ δηλαδή, με μπάρα, με τα όλα του, απλά δεν υπήρχε μπαρμαν και ήταν όλο δικό μας. Ιανουάριος ο μήνας, και είχαμε φέρει αψέντια επιπλέον, με τα οποία ανοίξαμε και την βραδιά. Ο κολλητός μας γνώρισε την νέα του κοπέλα, δεν την εξέραμε, "γειασου", "γειασας, εχω ακουσει για σας" και όλα αυτά. Αρχίζουμε να πίνουμε μεθοδικά και αδιαλήπτως, ό,τι βρίσκαμε μπροστά μας επί ακριβώς τρεις ώρες, και αρχίζω να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Ο (επίσης φίλος) και αδερφός_Γιάννη βρισκόταν σε κατάσταση έκστασης νωρίτερα από εμάς, και μας πάει δυο τρεις στο πίσω κηπάκι για να στρίψουμε τίποτα οι καημένοι. Από εκεί και πέρα θυμάμαι : να διώχνω τον dj (που έπαιζε ρέγκε) για να βάλω Χάρη Κωστόπουλο (που είχε), Κουρκούλη (που είχε) και Black Witchery (που είχα), να χορεύω με οποιαδήποτε κοπέλα υπήρχε στον χώρο οποιονδήποτε τρελό χορό, να παίζω φάπες με έναν χωρίς κανένα απολύτως λόγο και να πίνω συνεχώς τζόνι με ούζο, αψέντι με ρακί, τεκίλα με lime και ποτό μαστίχα, μπύρα με λιμοντσέλο και αμαρέτο αραιωμένο με αψέντι. Σε κάποια φάση καταρρέω, πέφτω λιπόθυμος στο πάτωμα, και μένω εκεί. Εκεί κάτω ενοχλούσα όσους χόρευαν όμως, και ο αδερφός_Γιάννη με σέρνει ως το πεζοδρόμιο, κοντομάνικο εγώ, ιανουάριος έξω. "ΚΡΥΩΝΩ" φωνάζω στον πιο κομμάτια από μένα. "Α ΠΕΡΙΜΕΝΕ" ανταπαντά, και μην βρίσκοντας τίποτα άλλο, μου φέρνει ΟΛΑ τα μπουφάν που βρήκε (πάνω από 30, μα την παναγία) και μου τα πετάει στο πεζοδρόμιο, πάνω μου. Κινητά, πορτοφόλια, φούτερ, γούνες, τζίνινα μπουφάν, flight με patches, όλα πάνω σε έναν τύπο ανήμπορο να αντιδράσει. Κάπου εκεί, και ενώ δεν καταλάβαινα τι γινόταν, αρχίζω να βεβαιώνομαι πως θα πεθάνω και μη μπορώντας να μιλήσω, στραβώνω τη μούρη μου όσο γίνεται για να νομίσουν οι υπόλοιποι πως έπαθα εγκεφαλικό και χρειάζομαι επειγόντως νοσοκομείο. Όσοι με έβλεπαν απλά έκλαιγαν από το γέλιο, ενώ εγώ τελικά πήρα έναν υπνάκο ανάμεσα στα μπουφάν, τα οποία είχα παρεπιπτόντως ξεράσει όλα. Ο κολλητός στο μπάνιο φάσωνε μια κοπέλα που δεν ήταν η_νέα_κοπέλα_που_μας_γνώρισε, η οποία νέα_κοπέλα ήταν δίπλα μου και μελαγχολούσε, ενώ εγώ της έλεγα να μην ανησυχεί, θα βρεθεί ένα καλό αγόρι και για εκείνη και πως να με βοηθήσει να σηκωθώ να πάω στο νοσοκομείο, εκείνη όμως έκλαιγε και δεν καταλάβαινε την ανάγκη μου. Όταν πια ξημέρωνε και εγώ είχα πιαστεί και το καφεμπάρ ήταν ένας μεγάλος εμετός με λιπόθυμα πτώματα και τον dj να παίζει μακαρένα, δεν καταλάβαινα πια που βρισκόμουν, και απλά φώναξα στους λιπόθυμους-νεκρούς "ΠΑΩ ΣΠΙΤΙ", χωρίς να το πιστεύω όμως. Με σηκώνει ο αδερφός_Γιάννη και λέει "θα σε πάω εγώ". Με ανησύχησε, γιατί ήταν χειρότερα από μένα, αλλά δεν μπορούσα να φέρω ουδεμία αντίσταση, ούτε καν να γνέψω αρνητικά. Με φορτώνει στο αμάξι, το βάζει μπροστά, όπισθεν, χτυπάει τον πίσω, πρώτη, χτυπάει τον μπροστά, στρίβει, καρφώνεται σε μια κολόνα και τον παίρνει ο ύπνος στο τιμόνι, και εμένα στο δίπλα κάθισμα. Με το τελευταίο βλέμμα πριν πέσω σε οριστικό λήθαργο, είδα τον κολλητό να τσακώνεται με την νέα_κοπέλα και από τα νεύρα του να κατεβάζει μια τζαμαρία με το χέρι και αίματα παντού. Ξύπνησα την επόμενη στο κρεβάτι μου και ειλικρινά δεν θυμάμαι τίποτα. Ο αδερφός_Γιάννη δεν ήξερε που μένω, και εγώ δεν ήμουν σε θέση να μιλήσω ούτε για αστείο. Τον θυμάμαι φευγαλέα να με ανεβάζει στη σκάλα, αλλά μπορεί και να ήταν παραίσθηση.

Δεν ξαναπέρασα ποτέ το Όριο από τότε.