Τι ήταν λοιπόν αυτό που σ’ έκανε να γρυλίζεις; Το ότι κανένας δεν σε κολάκεψε αρκετά: γι’ αυτό έκατσες κοντά σ’ αυτές τις ακαθαρσίες, για να έχεις μπόλικες αφορμές για να γρυλίζεις
— για να έχεις αφορμές για πολλή εκδίκηση! Πράγματι, η εκδίκηση, ω ματαιόδοξε τρελέ, είναι όλο σου το άφρισμα: καλά σε κατάλαβα!
Αλλά τα λόγια σου με βλάπτουν, ακόμη κι εκεί όπου έχεις δίκιο! Κι αν ακόμα τα λόγια του Ζαρατούστρα είχαν χίλιες φορές δίκιο: εσύ με τα λόγια μου θα έκανες πάντα άδικο!»
Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα* και κοίταξε τη μεγάλη πόλη, αναστέναξε και έμεινε σιωπηλός πολλή ώρα. Στο τέλος μίλησε έτσι:
«Με αηδιάζει κι εμένα αυτή η μεγάλη πόλη και όχι μόνο αυτός ο τρελός. Και στους δύο δεν υπάρχει τίποτε για να βελτιωθεί, τίποτε για να χειροτερέψει.
Αλίμονο σ’ αυτήν τη μεγάλη πόλη! — Και θα ήθελα να δω την πύρινη στήλη από την οποία θα κατακαεί! Γιατί τέτοιες πύρινες στήλες πρέπει να έρθουν πριν από το μεγάλο μεσημέρι. Κι αυτό όμως έχει την ώρα του και τη μοίρα του.
Αυτή τη διδασκαλία σού δίνω, όμως, τρελέ, ως αποχαιρετισμό: εκεί όπου δεν μπορεί κανείς να αγαπά, εκεί πρέπει — να προσπερνά!»
Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα και προσπέρασε τον τρελό και τη μεγάλη πόλη