Spoiler
«Ο ήχος από τις εκπυρσοκροτήσεις ήταν εκκωφαντικός. Χιλιάδες μολύβδινες σφαίρες ξεχύθηκαν μεμιάς στον αέρα και ταξίδεψαν για λίγα μέτρα ελεύθερες προτού καταλήξουν στον μακάβριο προορισμό τους. Οι ανθρώπινες σάρκες και τα οστά σχίστηκαν τόσο εύκολα, όσο το βούτυρο που δέχεται τη νύξη ενός μαχαιριού. Όσοι βάδιζαν στις εσωτερικές γραμμές της πομπής επέζησαν του φονικού πυρός. Αυτοί ήταν και οι πλέον άτυχοι. Η βοή των εκρήξεων που έπληξε τα ώτα τους, καλύφθηκε μεμιάς από την φρικτή ιαχή της εφόδου. Τη στιγμή εκείνη σε όποια κατεύθυνση και αν έστρεφαν το κεφάλι τους αυτοί οι άνδρες θα έβλεπαν ακριβώς την ίδια εικόνα. Χιλιάδες σκοτεινά πρόσωπα, απόκοσμα σαν των δαιμόνων, μελαμψά και άγρια, με έντονους μύστακες και σκούρα, πυκνά μαλλιά. Οι Έλληνες βρίσκονταν παντού. Χιλιάδες πολεμιστές ντυμένοι στα μαύρα είχαν με μία δρασκελιά κατέβει από τους λόφους και ξεχύνονταν με μανία καταπάνω τους. Μέσα σε λίγες μόνο στιγμές η πομπή των θηραμάτων είχε αρχίσει να σφαγιάζεται χωρίς έλεος. Άοπλοι και αδύναμοι οι Αλβανοί δέχθηκαν αγόγγυστα τη μοίρα τους. Όσα χέρια υψώνονταν στην πρωτογενή θέση άμυνας, θερίζονταν σα στάχυα. Αμέσως μετά κόβονταν τα ακάλυπτα κεφάλια. Η μανία των επιτιθέμενων ήταν μεθοδευμένη. Τα ξίφη τους έκοβαν ό,τι εξείχε. Χέρια, πόδια, κεφάλια είχαν γεμίσει κάθε άκρο του στενού δρόμου. Η ορδή των ηττημένων είχε αποκλειστεί από όλες τις πλευρές. Η φυγή από τον τόπο του μαρτυρίου ήταν αδύνατη. Προηγουμένως, στο στρατόπεδο, είχε επίτηδες αφεθεί μία ελεύθερη οδός διαφυγής στον εχθρό. Αυτή τη φορά όμως στο σχέδιο των Ελλήνων υπήρχε μόνο ο θάνατος».