Ναι, επιστρέφω μετά από χρόνια για να προμοτάρω ξεδιάντροπα το βιβλίο μου


Βρισκόμαστε σ’ έναν θάλαμο, έναν θάλαμο που μοιάζει με τηλεφωνικό, μα δεν είναι πάρα το μικρό, λευκό δωμάτιο μιας ψυχιατρικής κλινικής. Μαζί μας είναι άλλοι δυο άνθρωποι. Ο ένας κείτεται σ’ ένα κρεβάτι, ασθενής. Αυτός είσαι εσύ, αναγνώστη. Ο άλλος στέκεται όρθιος, κοιτώντας μέσα απ’ το μοναδικό παράθυρο του θαλάμου. Αυτός είναι ο Τσόρτσιλ. Απ’ το παράθυρο βλέπει κάποιον, έναν άνθρωπο, έναν απλό άνθρωπο να διασχίζει τους δρόμους του γραμμικού χρόνου. Είναι ο Ουές και κάνει μια βόλτα στο Χαλάνδρι, ή έστω κάτι που μοιάζει στο Χαλάνδρι. Έπειτα σκέφτεσαι πως ο θάλαμος δεν είναι στ’ αλήθεια θάλαμος, είναι ένα παρατηρητήριο του χρόνου. Μα ο Τσόρτσιλ ξέρει πως ούτε αυτό είναι αλήθεια. Γυρνάει και στο λέει. Δεν υπάρχει θάλαμος. Δεν υπάρχει τίποτα, και τότε οι τοίχοι χάνονται, μαζί και το παράθυρο, μαζί και το κρεβάτι σου, μαζί και το Χαλάνδρι. Τώρα πλέουμε στον ωκεανό του σύμπαντος, και στις γωνιές του ορίζοντα μπορείς να διακρίνεις τα φώτα αλλόκοτων, ξένων πολιτισμών. Ο Τσόρτσιλ σ’ ανεβάζει σε μια μπαλωμένη ψαρόβαρκα. Ο Ουές είναι μακριά, ξέρει να κολυμπά μα θα κουραστεί σύντομα αν δεν τον τραβήξουμε πάνω στη βάρκα. Θα το αναλάβει ο Τσόρτσιλ αυτό. Εσύ, αναγνώστη, πρέπει να κρατήσεις την πορεία. Πάρε αυτά και κάν’ τα κουπιά, θα σου χρειαστούν. Τι είναι αυτά, ρωτάς;

Είναι τα μπαμπού, φίλε! Είχα καταλάβει κάποια πράγματα λάθος για τη λειτουργία τους και δεν τα χα ευθυγραμμίσει σωστά. Τα τρελά μπαμπού-πολεμιστές, αυτές οι παλαβές αντένες! Εκεί ήταν το πρόβλημα. Στα υπερμαγνητικά μπαμπού του Χαλανδρίου! Και να φανταστείς πως μόλις χθες συζητούσαμε γι’ αυτά…
Τότε τον διέκοψε ο Ουές:
Τι είναι αυτά που λες; Ποιοι συζητούσαμε χθες; Έχουμε να βρεθούμε πάρα πολλά χρόνια.
Ο Τσόρτσιλ τον κοίταξε έκπληκτος, και είπε:
Χρόνια; Τι βλακείες είν αυτές; Τρελάθηκες; Και τέλοσπάντων, μη μου μιλάς για χρόνο, ξέρεις πολύ καλά πως ο χρόνος είναι σα μια βρωμερή μύγα που τσιμπάει το κούτελο μου και βουίζει γύρω απ’ τα αυτιά μου.


Δελτίο τύπου


Και μια κριτική