"Έτσι, το ξαναλέω, έγραψα την Ινδιάνα, κι έπρεπε να τη γράψω' υπέκυψα σ'ένα δυνατό ένστικτο παραπόνου και μομφής, που ο Θεός έβαλε μέσα μου, ο Θεός που δεν κάνει τίποτα το ανώφελο, ούτε καν ακόμα και τα πιο μικρά όντα, και που επεμβαίνει και στις πιο μικρές υποθέσεις, όπως και στις μεγάλες. Μα πώς! Αυτή η υπόθεση που υπεράσπιζα ήταν, λοιπόν, τόσο μικρή; Ήταν η υπόθεση του μισού ανθρώπινου γένους, είναι η υπόθεση του ανθρώπινου γένους ολόκληρου. Γιατί η δυστυχία της γυναίκας επιφέρει τη δυστυχία του άντρα, όπως εκείνη του σκλάβου επιφέρει τη δυστυχία του αφέντη, κι αυτό προσπάθησα να δείξω στην Ινδιάνα. Είπαν πως ήταν μια ατομική περίπτωση που υπεράσπιζα. Λες και, αν υποθέσουμε πως μ'εξώθησε ένα προσωπικό συναίσθημα, να ήμουν το μοναδικό δυστυχισμένο πλάσμα σ'αυτή την ειρηνική κι ευτυχισμένη ανθρωπότητα! Αρκετές κραυγές πόνου και συμπάθειας απάντησαν στη δική μου για να ξέρω τώρα πώς πρέπει να φερθώ με την υπέρτατη ευδαιμονία του άλλου. Δε νομίζω πως έγραψα ποτέ τίποτα υπό την επίδραση ενός εγωιστικού πάθους' δε σκέφτηκα μάλιστα ποτέ να προφυλαχτώ απ'αυτό. Όσοι με διάβασαν χωρίς προκατάληψη, καταλαβαίνουν πως έγραψα την Ινδιάνα με το συναίσθημα, όχι εσκεμμένο, βέβαια, μα βαθύ και νόμιμο, της αδικίας και της βαρβαρότητας των νόμων που καθορίζουν ακόμα τη ζωή της έγγαμης γυναίκας στην οικογένεια και στην κοινωνία. Δεν επρόκειτο να κάνω καθόλου μια πραγματεία νομολογίας, μα να πολεμήσω ενάντια στην κοινή γνώμη' γιατί αυτή είναι που καθυστερεί ή ετοιμάζει τις κοινωνικές βελτιώσεις. Ο πόλεμος θα είναι μακροχρόνιος και σκληρός' μα δεν είμαι ούτε ο πρώτος, ούτε ο μόνος, ούτε ο τελευταίος υπερασπιστής μιας τόσο ωραίας υπόθεσης, και θα την υπερασπιστώ όσο μου απομένει και μια μόνο πνοή ζωής."