Αίμα που κοχλάζει και δάκρυα που τυφλώνουν την οργή,
πέφτουν σε παντιέρα απο φωτιά και κάρβουνο σαν το βουλοκέρι πάνω στο νεκροσάβανο.
Η μοίρα μου όμως δεν έχει σφραγιστεί, γιατι μετουσιώθηκε ο πόνος σε ορμή.
Κι είμαι μια νέα αλχημιστής με άρωμα ζωής,
όπως το λίπασμα της πάλης απ' τους νεκρούς που είναι αθάνατοι γιατί η καρδιά τους συνεχίζει να χτυπάει,
κάθε φορά που η δικιά σου σε καλεί ν'αγωνιστείς.
Κι είναι οι σπόροι που ερωτοτροπούν με τις σταγόνες της βροχής, για να βλαστήσουν οι καρποί της επανάστασης,
που να 'σαι σίγουρος, θα 'ρθει,
γιατί τα δάκρυά μας την ποτίζουν και την κυοφορούν και τη θηλάζουν.
Και την ξεδιψούν.
Και τρέφεται απ'τη σάρκα τους και μεγαλώνει,
των αδικοχαμένων αδερφών μας η θεόρατη δικαίωση.
Που θα 'ναι εκδικητική. Σαν τη στραβή δικαιοσύνη.