Ρώτησα τα μάτια σου αν γέλασαν όταν με είδες να γελάω
κι αυτά πετάρισαν μ' ένα βόμβο σα μέλισσες σε κυκλώνα τυφλό.
Σαρδόνιοι κροκόδειλοι γύρω απ' το μαστιχόδεντρο,
χελώνες καιροφυλακτούν,
όπως τον λύκο οι αμνοί του θεού που ποθούν,
κι έτσι ανακούρκουδα μες στην άρμη,
σαν την αρκούδα που γλείφει το μέλι,
ξεθώριασαν σε πετιμέζι τα σταφύλια απ'την οργή,
-μες στα βαρέλια του πλοίου που με ταχύτητα ήχου σχίζει του νου τη ροή-
κι όλο και ζυμώνονταν οι μελαγχολικοί καημοί,
σε ωμή χαμηλοβλεπούσα υποταγή.
Απάντηση απείθιας ιταμή.