menu φυγε αμεσως απο το προφιλ του rat_poison
menu φυγε αμεσως απο το προφιλ του rat_poison
http://stresss.deviantart.comσηκωσες λιγο την μπλουζιτσα και υποψιαστηκα οτι εισαι ο φρικ. Σε λιγα δευτερολεπτα ειχα μαθει την τραγικη αληθεια.Δεν ξερω αν προσεξες την απογοητευση στo προσωπο μου..
http://www.myspace.com/posteke
Yesterday 19:29 <menumission> de mporeis na kaneis ignore ton eauto sou sto tsat molis to dokimasa
στο θεωρητικό παρκούρ δίνω οστά και σάρκα,απο εμπόδιο σ΄ εμπόδιο πετάγομαι για πλάκα Άκου τον Φόρη and don't worry
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Ζέφης Κολιά,
«Λώρα, η τελευταία των Μάρξ»
> Μετά από έξι μήνες επίσημων αρραβώνων, είχε δρομολογηθεί η ώρα του γάμου τους. Το πράγμα δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο, λόγω μιας σειράς ηθικών ζητημάτων. Οι Μαρξ δεν ήταν τίποτα οπισθοδρομικοί γονείς, αλλά ο Λαφάργκ ήταν το κάτι άλλο: από τότε που η σχέση του με τη Λόρα έγινε γνωστή, δεν δίσταζε να τη χουφτώνει ακόμα και σε δημόσιους χώρους, σαν να ήταν το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο! Και εκείνη, η έως πρότερα αξιοπρεπής θυγατέρα του, έδειχνε να μην ενοχλείται καθόλου. Αλλά και η Τζένι, η συντηρητική αριστοκράτισσα της Τριρ, πάντα έβρισκε έναν λόγο να τον δικαιολογεί: Μα η οικογένειά του ήρθε στην Γαλλία από την Κούβα! έλεγε, λες και οι άνθρωποι στην Κούβα κυκλοφορούσαν πιάνοντας ο ένας τον κώλο του αλλουνού.
>
> Ο Πολ Λαφάργκ, με δυο λόγια, είχε πάρει τα μυαλά όλης της οικογένειας. Αν συνέχιζαν έτσι σε λίγο θα τους συζητούσε όλο το Λονδίνο, και όχι βέβαια για τη - χλιαρή - επιτυχία που είχε κάνει Το Κεφάλαιο.
>
> Η ημερομηνία του γάμου του Πολ και της Λόρας αναβλήθηκε δυο φορές, αφού ο Μαρξ δεν είχε τα χρήματα να καλύψει τη δαπάνη του πολιτικού γάμου τους: Ο θρησκευτικός γάμος δεν ήταν υποχρεωτικός στη Μεγάλη Βρετανία. Τελικά, η τελετή ορίστηκε για τις 2 Απριλίου του 1868. Εκτός από τον ίδιο τον Καρλ Μαρξ, ο Πολ Λαφάργκ απαίτησε να παρευρίσκεται ως μάρτυρας και ο Φρίντριχ Ένγκελς, ο οποίος εξάλλου είχε αναλάβει και πάλι όλα τα έξοδα. Έγραψε μάλιστα ένα σχετικό γράμμα στον Στρατηγό με το χαρακτηριστικό χιούμορ του: …Αν και βρίσκεστε μακράν του να διαθέτετε όλα εκείνα τα ηθικά προσόντα που απαιτούνται για την σωστή εκτέλεση της αξιοσέβαστης αυτής αστικής λειτουργίας, δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος που θα ήθελα περισσότερο από εσάς να βρίσκεται στο πλευρό μας κατά τη διάρκεια αυτής της εξέχουσας τελετής…
Μετά από μια λιτή τελετή στο ληξιαρχείο όπου ο Μαυριτανός συνόδευσε την κόρη του με επίσημη ρεντιγκότα και κομπρέσες σε μερικά σπυριά στα οπίσθια, το νιόπαντρο ζεύγος μαζί με τους μάρτυρες, τις οικογένειες, καθώς και μερικούς εκλεκτούς φίλους τους, γευμάτισαν σε ένα κομψό εστιατόριο της πόλης. Η Λόρα, εξαίσια μέσα στην ταφταδένια τουαλέτα της στο χρώμα της μέντας που αναδείκνυε ακόμα περισσότερο τα διάφανα μάτια και τα πυρόξανθα, στολισμένα με άνθη λεμονιάς μαλλιά της, δεν έπαψε στιγμή να είναι σφιγμένη, αγχωμένη και νευρική. Ποτέ δεν της άρεσε να βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής· ακόμα περισσότερο όταν ο θείος Φρεντ είχε βαλθεί να την πειράζει συνεχώς, διακωμωδώντας με πιπεράτα ανέκδοτα γεμάτα σεξουαλικά υπονοούμενα τον θεσμό του γάμου. Όταν σηκώθηκε απ’ το τραπέζι με πρόφαση να πουδράρει τη μύτη της, αναλύθηκε σε έναν χείμαρρο δακρύων πίσω από την σφαλισμένη πόρτα της τουαλέτας των κυριών.
Χαλάρωσε μόνο αργότερα το ίδιο βράδυ, βυθισμένη στην αγκαλιά του συζύγου της, καθώς διέσχιζαν την Μάγχη: νέοι, πανέμορφοι, ευτυχισμένοι και ενωμένοι για πάντα, στο γαμήλιο ταξίδι τους προς τις γαλλικές ακτές.
"I am Ubik. Before the universe was, I am. I made the suns. I made the worlds. I created the lives and the places they inhabit; I move them here, I put them there. They go as I say, then do as I tell them. I am the word and my name is never spoken, the name which no one knows. I am called Ubik, but that is not my name. I am. I shall always be."
www.monolith.gr
και με τα δίκια σου πρόκειται για μέγα κείμενο
Well, there's egg and bacon; egg sausage and bacon; egg and spam; egg bacon and spam; egg bacon sausage and spam; spam bacon sausage and spam; spam egg spam spam bacon and spam; spam sausage spam spam bacon spam tomato and spam;
Η καρδιά μου στη ζέστα, σαν κουνέλι, πίσω απ' τα μικρά κάγκελα των πλευρών της, αλαφιασμένη, ζαρωμένη, ηλίθια.
Όταν πέφτεις με μιας απ' τον πύργο του Άιφελ, κάτι τέτοιο θα νιώθεις.Θα θες ν' αρπαχτείς απ' τον αέρα
-----------------------
Έγραψα τελικά στη μάνα μου.Ήταν χαρούμενη που με ξανάβρισκε η μάνα μου, και κλαψούριζε σαν σκύλα που της επέστρεψαν επιτέλους το κουτάβι της.Και πίστευε σίγουρα πως με βοηθούσε πολύ φιλώντας με, αλλά παρέμενε κατώτερη από σκύλα, αφού αυτή πίστευε στις λέξεις που της λέγανε για να με πάρουν μακριά.Η σκύλα τουλάχιστον πιστεύει μονάχα αυτό που νιώθει
![]()
Underwood, Lagavulin, Jack Daniel, Camus και Schopenhauer
Χτυπάει το κινητό. Κυριακή 27 Ιουλίου 2014. "Απόκρυψη". Ώρα 00:07.
Το απαντάω: -"Ναι;"
-"Τα πάθη του κόσμου. Σοπενάουερ".
Μου παίρνει λίγο χρόνο να απαντήσω: -"Ο επαναστατημένος άνθρωπος. Καμύ".
Κλείνω. Χαμογελάω.
Κάθε φορά που κατεβαίνει Αθήνα και βρισκόμαστε, ξανασυστηνόμαστε.
"Είμαστε ό,τι διαβάζουμε" είχαμε πει, τότε, με μια φωνή, διαφωνώντας με της Ζωής το "Είμαστε ό,τι πίνουμε", που φώναξε όταν φεύγαμε τελευταίοι και μεθυσμένοι από το Galaxy, στις 5 η ώρα το πρωί, 22 Δεκεμβρίου του 1999. Θυμάμαι την ημερομηνία. Ήταν η τελευταία φορά που είδαμε τη Ζωή.
Σταματάω ταξί. Μπαίνω. Κλείνω την πόρτα: -"Σταδίου. Στην παλιά Βουλή". Κοιτάζω μονίμως έξω από το παράθυρο για να μη μου πιάσει την κουβέντα ο ταξιτζής.
Ο Στέργιος ξεκίναγε με τρία τέσσερα ποτήρια από κάποιο μολτ, συνήθως Lagavulin, κι όταν λιγόστευαν τα λεφτά συνέχιζε με την πιο φθηνή μπύρα του μαγαζιού. Εγώ, Havana μαύρο με δύο φέτες πορτοκάλι και έναν πάγο. Πάντα. Όσα και να πίναμε. Η Ζωή πολλά ποτήρια Μαλαγουζιά γι αρχή, και Μαργαρίτες στη συνέχεια. Της άρεσε, έλεγε, το μεθύσι της Μαργαρίτας καλύτερα από του κρασιού. Και πολλά τσιγάρα. Χρυσή Κασετίνα Καρέλια ο Στέργιος, στριφτά Old Holborn μπλε εγώ, άφιλτρα Gitanes η Ζωή.
Κάθε φορά που συναντιόμαστε με τον Στέργιο ρωτάμε ο ένας τον άλλο αν άκουσε τίποτα για τη Ζωή. "Κάποιος είπε πως την έκλεισαν σε τρελάδικο". "Μου είπε ο τάδε πως την είδε στη Ρώμη με ένα μωρό στην αγκαλιά". "Αυτοκτόνησε. Το έγραψαν κι οι εφημερίδες". "Έχει πέσει στην πρέζα, την είδε ένας στο Πεδίο του Άρεως".
Όλα αυτά αποδεικνύονταν τελικά άσχετα με τη Ζωή.
Είχαμε σκεφτεί ακόμα και την πιθανότητα να την έχουμε φανταστεί. Να μην υπήρξε πάρα μόνο στα μεθύσια μας. Αλλά ο Στέργιος έχει ακόμα για ενθύμιο ένα βρακάκι της. Που ξέμεινε από τότε στο σπίτι του. Άρα υπήρξε.
Που πάω; Παρασύρθηκα από τις σκέψεις μου και έχω πει στον ταξιτζή να πάει προς το Galaxy. Δεν πηγαίνουμε πια στο Galaxy. Ούτε πίνω πια Havana.
Βγάζω το κινητό και κάνω ότι διαβάζω μήνυμα που μόλις μου ήρθε. Γυρίζω στον ταξιτζή:
-"Συγγνώμη. Άλλαξαν τα σχέδια. Μπορούμε να γυρίσουμε; Πατησίων. Πατησίων και Κεφαλληνίας".
Ο ταρίφας κάνει μια απότομη δεξιά στροφή από την αριστερή λωρίδα και με κοιτάζει καμαρώνοντας. Τον κοιτάζω. Γυρίζει μπροστά. Γυρίζω μπροστά. Ξαναγυρίζει και με κοιτάζει. Τον ξανακοιτάζω. Μου κάνει νόημα δείχνοντας με το σαγόνι του το κινητό μου:
-"Γυναίκα;"
Την πάτησα. Αν πω "όχι", θα πρέπει να εξηγήσω. Αν πω "ναι" θα ακούσω το εγχειρίδιο του δεύτερου μεγαλύτερου γαμιά των Αθηνών μετά τον Τατσόπουλο.
-"Όχι. Δεν πρόκειται για γυναίκα". Γυρίζω μπροστά μου και τα απευθύνω όλα στο παρμπρίζ: "Δεν περιστρέφονται όλα γύρω απ' το μουνί ξέρεις, και σόρυ που το μαθαίνεις από 'μένα". Κάνω παύση, αλλά μικρή για να μην προλάβει να συνέλθει: -"Πάω να συναντήσω έναν φίλο. Έναν από τους ελάχιστους φίλους που έχω. Είναι συγγραφέας. Ένας συγγραφέας που δεν έχει εκδώσει ποτέ τίποτα. Που δεν γράφει πια τίποτα. Έχω να τον δω πάνω από έναν χρόνο". Βάζω στην τσέπη το κινητό. Βγάζω τον καπνό και αρχίζω να στρίβω τσιγάρο: "Δεν μου αρέσει να συναναστρέφομαι τους ανθρώπους για πολύ γιατί τους βαριέμαι. Κι ειδικά αυτούς που συμπαθώ φροντίζω να τους βλέπω λίγο για να μην τους βαρεθώ. Τους υπόλοιπους δεν τους βλέπω καθόλου". Ο ταρίφας παρακολουθεί τα χέρια μου ενώ στρίβω. Βγάζω τσακμάκι. Ανάβω. Φυσάω τον καπνό πάνω στο παρμπρίζ. Ο ταρίφας ανοίγει το παράθυρό του. Τραβάω τζούρα, φυσάω τον καπνό, και συνεχίζω πάντα κοιτάζοντας το παρμπρίζ: "Παλιά συναντιόμασταν στο Galaxy. Τώρα πάμε στο Au Revoir. Στο πατάρι. Και δεν μιλάμε στα γεροντάκια που έχουν το μαγαζί. Ούτε και αυτοί μας μιλάνε. Ο κυρ Γιάννης στο Galaxy μας μίλαγε. Και μας κέρναγε. Κάθε τρίτη γύρα μας την κέρναγε. Και μας μίλαγε. Και χαμόγελα, και "Καλησπέρα", και "Ευχαριστούμε", και "εγώ σας ευχαριστώ", και όταν πέρναγε η ώρα και άδειαζε το μαγαζί "Να πιω κι εγώ ένα μαζί σας;" και "Τά 'χει αυτά η ζωή", μέχρι που μια μέρα μας το έσκασε το παραμύθι κι άρχισε να λέει κάτι για Παπαδόπουλους, κάτι για δρόμους που φτιάχτηκαν, κάτι για χωράφια που μοιράστηκαν και πήρε κι αυτός, κάτι για "Αν δεν τους πείραζες δεν σε πείραζαν", και τα λοιπά και τα λοιπά. Κατάλαβες; Γι' αυτό σου λέω, δεν θέλω να συναναστρέφομαι πολύ τους ανθρώπους". Τραβάω τζούρα.
Ησυχία.
-"Ε, εντάξει, δεν είχε κι άδικο ο άνθρωπος" λέει ο ταρίφας.
Μικρή σιωπή.
-"Άσε με εδώ" του λέω.
-"Είμαστε μακριά ακόμα. Το ξέρω το Au Revoir. Είναι πιο κάτω".
-"Άλλαξα γνώμη. Θα πάω με τα πόδια". Κοιτάζω ταξίμετρο. 4 και 25. Βγάζω και του πετάω ένα πεντόευρω. Ανοίγω πόρτα. Κατεβαίνω. Κοπανάω πόρτα. Με κοιτάει μέσα από το παράθυρο. Κουνάει το κεφάλι του. Φεύγει. "Άντε και γαμήσου", σκέφτομαι. Πετάω το τσιγάρο. Βγάζω και στρίβω καινούριο τσιγάρο ενώ συνεχίζω με τα πόδια.
Γι αυτό δεν θέλω να μιλάω. Γι αυτό δεν θέλω να συναναστρέφομαι πολύ τους ανθρώπους. Ποιους ανθρώπους; Άνθρωπος δεν γεννιέσαι. Άνθρωπος γίνεσαι.
Υπήρξαν παιδιά που τα μεγάλωσαν μαϊμούδες, λύκοι, σκυλιά, κατσίκες, ακόμα και πουλιά. Κανένα από τα παιδιά αυτά δεν κατάφερε ποτέ να μιλήσει. Κανένα από αυτά τα παιδιά δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει άνθρωπος. Ήταν πολύ αργά. Όσο κι αν προσπάθησαν οι άνθρωποι που τα βρήκαν, σε όσο μικρή ηλικία κι αν τα βρήκαν. Τα παιδιά αυτά ήταν αδύνατον να γίνουν άνθρωποι από τη στιγμή που δεν έμαθαν να είναι άνθρωποι. Παρέμειναν λύκοι, ξύπναγαν όταν ανέτειλε η σελήνη, και έτρωγαν μόνο ώμο κρέας, έβγαζαν κραυγές μαϊμούδων, ή τσίριζαν σαν πουλιά. Δεν μπόρεσαν καν να μάθουν να περπατάνε ίσια στα δυο τους πόδια ή να χέζουν σε λεκάνη τουαλέτας. Το να είσαι άνθρωπος είναι επίκτητη ιδιότητα. Μαθαίνεις να είσαι άνθρωπος, όπως μαθαίνεις να κάνεις ποδήλατο. Προφανώς και δεν γίνεται να εκπαιδευτεί ένας λύκος να γίνει άνθρωπος, αλλά από την άλλη, το παιδί που γεννάει μια γυναίκα, δεν γίνεται αυτόματα άνθρωπος επειδή κατατέθηκε Ληξιαρχική Πράξη Γέννησης στο Ληξιαρχείο του οικείου Δήμου. Το να αποτελείς μέλος μιας πολιτισμένης κοινωνίας, η γλώσσα, η επιστήμη, η φιλοσοφία, η τέχνη, και γενικά ο πολιτισμός, είναι που μεταμορφώνει τον μεγάλο πίθηκο, το πρωτεύον θηλαστικό του είδους homo, του υποειδους homo sapiens sapiens, σε άνθρωπο.
Το υπόλοιπο εδώ:
http://diogenisoskilos.blogspot.gr/2...iel-kamus.html
Les hommes dans notre pays vieillissent plus vite que leur femme. Ils se dessèchent comme des feuilles de tabac. C'est la haine qui tient leurs os en place. Sans la haine, ils s'écrouleraient dans la poussière pour ne plus se relever. Le vent les ferait disparaître dans une bourrasque. Il n'y aurait plus que le gémissement de leur femme dans la nuit. Écoute-moi, j'ai deux fils. L'un est la main, l'autre, le poing. L'un prend, l'autre donne. Un jour, c'est l'un, un jour, c'est l'autre. Je t'en supplie, ne me prends pas les deux.
ακομα να φαει μπαν αυτη ?
http://stresss.deviantart.comσηκωσες λιγο την μπλουζιτσα και υποψιαστηκα οτι εισαι ο φρικ. Σε λιγα δευτερολεπτα ειχα μαθει την τραγικη αληθεια.Δεν ξερω αν προσεξες την απογοητευση στo προσωπο μου..
http://www.myspace.com/posteke
Yesterday 19:29 <menumission> de mporeis na kaneis ignore ton eauto sou sto tsat molis to dokimasa
στο θεωρητικό παρκούρ δίνω οστά και σάρκα,απο εμπόδιο σ΄ εμπόδιο πετάγομαι για πλάκα Άκου τον Φόρη and don't worry
Όχι ακριβώς αποσπάσματα, αλλά δύο μικρά διηγήματα από το Historias de Cronopios y de Famas (1962) [Ιστορίες των Κρονόπιο και των Φάμα, εκδ. Ύψιλον] του Χούλιο Κορτάσαρ.
![]()
Originally Posted by David Foster Wallace (Infinite Jest)
Originally Posted by David Foster Wallace (The Pale King)
Originally Posted by David Foster Wallace (The Pale King)
Originally Posted by David Foster Wallace (The Pale King)
Εδώ η ανάγνωση ολόκληρου του "This is Water" από τον WallaceOriginally Posted by David Foster Wallace (This is Water)
I hoped, I suppose, that an ecstatic and tearful reception would trigger something off in Brady, that he would realise that his absence made him, as well as us, less than whole somehow. But nothing of the kind happened. He played the game, waved at us and flew back to Italy the next morning, and the next time we saw him he was wearing a West Ham shirt and smashing the ball past our goalkeeper John Lukic from the edge of the area.
We never did replace him satisfactorily, but we found different people, with different qualities; it took me a long time to realise that this is as good a way of coping with loss as any.
~Nick Hornby, Fever Pitch
Last edited by commissar; 10-05-2015 at 20:40.
Εγώ πιστεύω πως η πολιτική τοποθέτηση ενός ανθρώπου είναι ολόκληρος ο άνθρωπος. Αποκαλύψτε μου την καρδιά και το μυαλό σας και θα σας πω τις πολιτικές πεποιθήσεις σας. Σε οποιαδήποτε κοινωνική σειρά ή σε οποιοδήποτε κόμμα κι αν μας γέννησε η τύχη, ο χαρακτήρας μας θα υπερνικήσει, αργά ή γρήγορα, τις προκαταλήψεις ή τις πεποιθήσεις της ανατροφής. Με βρίσκετε ίσως απόλυτον' μα πώς μπορώ να προοιωνίζομαι καλό από ένα πνεύμα που προσκολλιέται σε ορισμένα συστήματα που αποκρούει η γενναιοφροσύνη; Δείξτε μου έναν άνθρωπο που υποστηρίζει τη χρησιμότητα της θανατικής ποινής, και, όσο ευσυνείδητος και φωτισμένος κι αν είναι, σας προκαλώ να βρείτε καμιά συμπάθεια ανάμεσα σ'αυτόν κι εμένα. Αν αυτός ο άνθρωπος θελήσει να μου δείξει αλήθειες που εγώ αγνοώ, δε θα το καταφέρει καθόλου' γιατί δε θα εξαρτηθεί απο μένα να τον εμπιστευτώ.
'I have spent a long time on this beginning to my story, because it was in fact the start of everything. I shall go faster from now on. I suffered poverty at eighteen, having been comfortably off. I did dozens of jobs to earn a living, and made a reasonable go of it. But what interested me was the death penalty. I had an account to square with the red-headed owl. Consequently, I went into politics, as they say. I did not want to be a victim of the plague, that's all. I thought the society in which I lived rested on the death penalty and that, if I fought against it, I should be fighting against murder. This is what I believed; other people have told me the same thing and, when it comes down to it, it was largely true. So I joined with other people I liked — and still like. I stayed with them for a long time and there is no country in Europe whose struggle I have not shared. But, to continue…
'Of course, I knew that we too occasionally condemn to death. But I was told that these few deaths were necessary to bring about a world in which no one would kill anyone anymore. This was to some extent true and, after all, I may not be able to live with such truths. What is sure is that I wavered; but I thought of the owl and I was able to go on. That is, until the day when I saw an execution — it was in Hungary — and felt the same horror sweep over me now I was a man as I had previously felt as a child.
'You've never seen a man shot? No, of course, it's by invitation only and the audience is handpicked in advance. Consequently, you know from pictures and books — a blindfold, a stake and, in the distance, a few soldiers. Well, no! Do you realize that, on the contrary, the firing squad stands at one and a half metres from the condemned man? Do you know that if the condemned man took two steps forward, the rifles would hit him in the chest? Do you know that at this short distance the members of the firing squad concentrate their fire on the region of the heart and that all of them with their large-calibre bullets make a hole big enough to put your fist in? No, you don't know, because these are details that people don't speak about. The sleep of men is more sacred than life for plague sufferers. One must not keep these good people awake at nights. That would be in bad taste and good taste is a matter of not harping on about it, as everyone knows. But I have not slept well since that time. The bad taste stayed in my mouth and I haven't stopped harping on about it, that is to say, thinking.
'This is when I at last realized that I had continued to be a plague victim for all those long years in which, with my heart and soul, I thought I was struggling against the plague. I learned that I had indirectly supported the deaths of thousands of men, that I had even caused their deaths by approving the actions and principles that inevitably led to them. Other people did not seem to be bothered by this, or at least they did not speak about it spontaneously. But it stuck in my throat. I was with them, yet I was alone. When I did happen to express my misgivings, they told me that I had to consider what was at stake and often gave me impressive reasons for swallowing something that I could not swallow. But I replied that the big plague sufferers, those who wear the red robes, also have excellent reasons in such cases, and that if I accepted the arguments of force majeure and other necessities put forward by the little plague sufferers, then I could not reject those of the big ones. They pointed out to me that the best way to prove the red robes right was to leave them a monopoly on condemnation. But I decided that if one gave way once, there was no reason to stop. It seems that history has shown that I was right; nowadays it's a free-for-all in killing. They are all carried away by a fury of killing and cannot do otherwise.
'In any case, my business was not argument. My business was the red-headed owl, that dirty occasion in which dirty, plague-ridden mouths told a man in chains that he was to die and arranged everything so that he would, indeed, die, after many long nights of agony in which he waited to be killed with his eyes open. My business was the hole in the chest. And I decided that meanwhile, at least as far as I was concerned, I would refuse ever to concede a single argument, a single one, to this disgusting butchery. Yes, I chose that obstinate blindness until I could see more clearly in the matter.
'Since then I have not changed. For a long time I have been ashamed, mortally ashamed, of having been — even at a distance, even with the best will in the world — a murderer in my turn. With time I have simply noticed that even those who are better than the rest cannot avoid killing or letting others be killed because it is in the logic of how they live and we cannot make a gesture in this world without taking the risk of bringing death. Yes, I have continued to feel ashamed, and I learned that we are all in the plague, and I have lost my peace of mind. I am still looking for it today, trying to understand all of them and not to be the mortal enemy of anybody. All I know is that one must do one's best not to be a plague victim and this is the only thing that can give us hope of peace or, failing that, a good death. This is what may give relief to men and, even if it does not save them, does them the least possible harm and even sometimes a little good. And this is why I have decided to reject everything that, directly or indirectly, makes people die or justifies others in making them die.
'That is why this epidemic has so far taught me nothing except that it must be fought at your side. I have absolute knowledge of this — yes Rieux, I know everything about life, as you can see — that everyone has inside it himself, this plague, because no one in the world, no one, is immune. And I know that we must constantly keep a watch on ourselves to avoid being distracted for a moment and find ourselves breathing in another person's face and infecting him. What is natural is the microbe. The rest — health, integrity, purity, if you like — are an effect of will and a will that must never relax. The decent man, the one who doesn't infect anybody, is the one who concentrates most. And you need will-power and nervous tension not to let your mind wander! Yes indeed, Rieux, it is very tiring to be a plague victim. But it is still more tiring not to want to be one. This is why everyone appears tired, because nowadays everyone is a little infected. But this is why a few, who want to cease to be victims, experience an extreme form of tiredness from which nothing except death will deliver them.
'From now until then, I know that I am worth nothing for this world itself and that, the moment I rejected killing, I condemned myself to a definitive exile. Other men will make history. I know too that I clearly cannot judge those others. There is a quality which is lacking in me to make a reasonable murderer. So it is not a matter of superiority. But now I accept being what I am, I have learned modesty. All I say is that on this earth there are pestilences and there are victims — and as far as possible one must refuse to be on the side of the pestilence. This may seem rather simple to you, and I don't know if it is simple, but I do know that it is true. I have heard so many arguments which nearly turned my head, and which turned enough other heads for them to consent to murder, that I understood that all the misfortunes of mankind came from not stating things in clear terms. So I decided then to speak and act clearly, to put myself on the right path. Consequently, I say that there are pestilences and victims, and nothing more. If in saying this I become a pestilence myself, at least I am not a consenting one. I am trying to be an innocent murderer. You see, it's not a high ambition.
'Of course, there should be a third category, that of true healers, but it's a fact that one does not meet many of those, because it must be hard to achieve. This is why I decided to place myself on the side of the victims, on every occasion, to limit the damage. Among them, I can at least seek how one arrives at the third category, that is to say at peace.'
When he had finished Tarrou swung his leg and gently tapped his foot against the parapet. After a pause the doctor sat up a little and asked if Tarrou had any idea of the road that one should follow to arrive at peace.
'Yes, sympathy.'
Spoiler
Last edited by paddy honey; 24-02-2016 at 19:39.