χτυπάει το τηλέφωνο, κοιτάω, μια θεία μου.
"έλα θεία" λέω και την ακούω να κλαίει... "κλαίει" αυτό το γνωστό της θείας ή της μάνας που είναι πιο πολύ κλαψούρισμα. τέλος πάντων. λέω κάποιος πέθανε πάλι.
αλλά όχι. αφού ηρέμησε ακολούθησε ο εξής μικρός μονόλογος.
-έλα παιδί μου, δεν ήθελα να σε πάρω. προσπαθώ να σεβαστό τις απόψεις σου (μεγαλύτερο κλαψούρισμα στις απόψεις), αλλά δε θέλω να πιστεύεις πως δε σε σκέφτηκα στη γιορτή σου και δεν σε πήρα (διάλειμμα για δάκρυα). 3 βράδια δε κοιμήθηκα σκεπτόμενη πως δε σε πήρα να σου ευχηθώ (και άλλο διάλειμμα).
προσπαθώντας να είμαι ψύχραιμη και να μην αρχίσω να γελάω:
-μα προχθές ήταν, τι 3 βράδια λες.
-άσε με, από την προηγούμενη το σκέφτομαι. Μα είναι τόσο κακό να σε παίρνουν οι δικοί σου άνθρωποι να σου ευχηθούν; Και το πάσχα είδες σου είπα χρόνια πολλά δε σου είπα χριστός ανέστη, ούτε καλά χριστούγεννα σου είπα. αλλά δε μπορώ να νιώθω πως πιστεύεις πως δεν σε σκέφτομαι στην γιορτή σου (μεγαλύτερο διάλειμμα).
τελικά ηρέμησε και καταλήξαμε του χρόνου να νιώσει άνετα να με πάρει να μου ευχηθεί.![]()