Ήμανε σπίτι και σαν καλός φλώρος προσπαθούσα να ξεκινήσω να γράφω μια μαλακία για φροντιστήριο/σχολείο. Μένω στον 1ο. Γίνεται το μπράφ, ψιλοχέζομαι αλλά δεν το κουνάω ρούπι ακούγοντας παράλληλα τα ουρλιαχτά και τους πανζουλρισμούς των γειτόνων. Περιμένω να τελειώσει, πάω στο μπάνιο οπού ζέχνει απο τις κολώνιες που έχουν σπάσει κ έχουν πλυμμηρίσει το νιπτήρα. Ατάραχος φοράω μια φόρμα και τα αθλητικά μου (καθότι νεγκλιζέ) και κατεβαίνω κάτω. Όλοι έχουν πεταχτεί όξω, αλλά πριν βγώ κι εγώ, κάνω το εξής. Μπαίνω στου παππού μου που μένει απο κάτω και α) ανεβάζω ξανά στο μάτι (το οποίο κλείνω) μια κατσαρόλα με γιουβαρλάκια που είχε πέσει στο πάτωμα ανέπαφη (!!) και β) παίρνω σε ένα κασόνι την χελώνα μου απ'τον κήπο και βγαίνουμε στο δρόμο.
Τις επόμενες 2 μέρες κοιμήθηκα στο Δημοτικό απέναντι απο το σπίτι, στο Skoda Favorite του παππού (και γαμώ τους ύπνοι), κωλοβαρόντας με την παρέα και κάνοντας βόλτες χαζεύοντας τις ζημνιές. Την τρίτη μέρα πήγα σπίτι ξανά κ θυμάμαι να βλέπω καμπιονάτο που έδειχνε τότε ο Άλφα.