Μπήκες στο γραφείο και ξαφνικά όλα άλλαξαν, ο χώρος έγινε Εσύ. Φορούσες γκρι ανοιχτό πουκάμισο, τόσο χρωματικά όσο και κυριολεκτικά, ο σταυρός άστραφτε πάνω στις επιμελώς ατιμέλητες στηθότριχες σου, ενώ σίγουρα είχες πιει τσίπουρο πριν ή κατά τη διάρκεια της δουλειάς, αν κρίνω από την καυτή αναπνοή σου. Έδειχνες αναστατωμένος, κάποιος ή κάτι σε είχε πειράξει και αν κρίνω από τα λόγια σου "ποιος μαλάκας πείραξε το κομπγιούτερ μου;", μάλλον κάποιος μαλάκας πείραξε το κομπγιούτερ σου. Οι υπάλληλοι στην αρχή αδιαφόρησαν, εσύ επέμενες, αυτοί άρχισαν να δυσανασχετούν αδικαιολόγητα, τότε κάποιος σε ρώτησε "τι πρόβλημα έχει;" και εσύ απάντησες "προσπαθώ να εκτυπώσω και δεν κάνει τίποτα. ε ρε πούστη μου εδώ μέσα...". Όλοι τότε με ένα στόμα μια φωνή απάντησαν "α δεν ξέρω" και εσύ συνέχισες να σκούζεις. Και τότε εγώ, σαν απο μηχανής Θεός, σαν να αισθάνθηκα τα τερτίπια του Πεπρωμένου, σου απάντησα "πάμε μαζί να το δούμε". Και τότε πήγαμε. Και μου έδειξες. Και εγώ πήρα το πιο τολμηρό μου ύφος, βαθιά ανάσα, "τώρα είναι η ευκαιρία", ξανά βαθιά ανάσα, σε κοίταξα στα μάτια και σου είπα "αυτό που πατάς είναι το save". Και εσύ, αφού δίστασες για μια στιγμή, μου απάντησες "καλά ποιος το έβαλε εκεί, τι να πω πια...".

Έφυγα αλλά πιστεύω ότι και οι δυο νιώσαμε ότι κάτι υπήρχε ανάμεσα μας. Δε λέω "θα ήθελα να σε ξαναδώ" γιατί θα σε ξαναδώ. Απλά ήθελα να ξέρεις ότι Σε είδα. Αλέξανδρος.