Originally Posted by Solo Carriera
Από παιδιά, μαθαίνουμε πως τα σαββατόβραδα οφείλουμε να προβάρουμε μια ζωή που την Κυριακή δεν θα ‘ρθει. Άλλοτε σε σινεμά ή σε θέατρα, άλλοτε σε σπιτικά τραπεζώματα, διακοπτόμενα από πολιτικές συζητήσεις και καταλήγοντα σε επιδρομές ανύπαρκτων πια αναμνήσεων μέσα από νταούλια και τούμπανα και βιολιά που ταλαιπωρούν τα CD μας, κι άλλοτε σε ντισκοτέκ και μπαράκια τη συνοδεία αλκοόλ, χόρτου κατηργασμένου ή χαπιών κι ό,τι άλλου χημικού υποκατάστατου ζωής βρεθεί μπροστά μας. Κυρίως, όμως, σε ταβέρνες: σε χαμηλοτάβανα, γεμάτα καπνούς δωμάτια, με μόνη διαφορά από τους θαλάμους στα εστιατόρια των στρατοπέδων τις λαϊκες ζωγραφιές στην θέση των πολεμοχαρών αφισών και τα ελαφρώς πλέον ευγενή λαϊκά τραγούδια. Δεν ξέρω, η ταβέρνα μοιάζει πιο τίμια στο ψέμα της από τα μπαρ, όχι για το λαϊκοτουριστικόν του πράγματος, αλλά γιατί μόλις ανοίξεις την πόρτα και βγεις από εκεί, μόλις σε χτυπήσει ο κρύος αέρας στο πρόσωπο, προσγειώνεσαι, η ζάλη δε σου έχει φέρει μόνο ερωτική διάθεση, αλλά και καούρα – τα όσα έχεις πει εκεί μέσα φαντάζουν μεμιάς όχι μόνο ψεύτικα αλλά και αστεία και χυδαία: με τα χωριάτικα λουκάνικα δεν φλερτάρεις λέγοντας σεξ αλλά γαμήσι, η ρετσίνα σε παραπέμπει σε λέξεις μάλλον βάρβαρες, που έχουν να κάνουν με σφιχτά μπούτια μάλλον, παρά με τα γυρισμένα φρύδια της κοπέλας απέναντι, το μάτι της που γυαλίζει και δεν διαστέλλεται, κουβέντες που αν τις πεις δεσμεύεσαι, πολλές φορές για πάντα. Γι’ αυτό και δεν τις λες. Και ντύνεσαι ρούχα που ακριβώς σε μια ταβέρνα δεν θα φόραγες: κοστούμια σοβαρά και γούνες και κοσμήματα βαριά, τέτοια που να σου απαγορεύουν να πεις τις φράσεις-κλειδιά, όπως ποιος – θα – γαμήσει – την – γυναίκα – μου – για - να – πηδήξω – εγώ – τη – δικιά – του, τις φράσεις που γι’ αυτές ήρθες στην ταβέρνα, για να ζήσεις λίγο κάπου όπου μπορούν να ειπωθούν – κι όμως δεν λέγονται ποτέ.