δεν ξερω πραγματικα ποιος τις βγαζει αυτες τις φημες.
δεν ξερω πραγματικα ποιος τις βγαζει αυτες τις φημες.
Ένα καλό κριτήριο για το πόσο μαλάκας είναι κανείς γενικότερα είναι το πόσο μαλάκας γίνεται όταν πίνει. Μπορείς να κρίνεις αρκετά καλά από 'κει, γενικότερα. Το αλκοόλ δεν αλλάζει πράγματα, απλά τα φέρνει στην επιφάνεια. Δεν το λέω εγώ, το λέει η ΕΠΙΣΤΗΜΗ.
Το θρεντ τα σπα΄.
Γενικά, βάζω και εγώ τον εαυτό μου στη κατηγορία "Βαρετοί Πότες". Πλέον, πριν την λιποθυμία, το σύστημα αυτοσυντήρησης με πηγαίνει στην πρώτη εύκαιρη λεκάνη και μετά στο κοντινότερο κρεββάτι.
Μέχρι τώρα λειτουργεί εξαιρετικά, παράπονο δεν έχω.
Ωστόσο.
Φάση δευτέρα λυκείου, αποφασίζουμε να κάνουμε κοπάνα σε σπίτι φίλου και επειδή βαριόμασταν πάμε ζζζούπερ και αγοράζουμε ένα ουίσκι.
Σαν υπεύθυνος μαθητής μετά την τρίτη ώρα κοπάνας και το τρίτο ουίσκι που πάρκαρε στο τότε άμαθο στομάχι μου, αποφασίζω να πάω πίσω στο σχολείο.
Παραπάτημα στους διαδρόμους, ερωτική εξομολόγηση στην τότε καπσούρα, πέσιμο-χούφτωμα σε δύο τότε φίλες (η μία γούσταρε, ΄ΓΙΟΛΑ), σκίσιμο βιβλίου εν ώρα μαθήματος και άπειρα γέλια από όλους.
Σε κάποια φάση σηκώνω χέρι για να πω και Άλγεβρα, παραδόξως απαντάω σωστά.
Επίσης ζωγράφισα ένα θρανίο ένος φίλου με "ΓΑΜΙΕΤΑΙ Ο ΠΑΟ" και τα λοιπά, αλλά αυτό ήταν τότε καθημερινή ρουτίνα.
Ίδιες εποχές, σκάμε σε ταβερνάκι με παρέα, πολύ αργά, για κσύδια και φαί. Ο ιδιοκτήτης συγγενής συμμαθήτριας και τέρμα αλκοολικός που μας κέρναγε συνέχεια κρασά. Ε, τα πίναμε εμείς.
Θυμάμαι σκηνές απο σπίτι φίλου που τον θάψαμε στο κρεββάτι του. Θυμάμε να κατουράω πάνω σε ένα αμάξι ενώ υπήρχε κόσμος τριγύρω. Θυμάμαι να κσερνάω σπίτι μου στο καναπέ και να πηγαίνω στην τουαλέτα για να πάρω χαρτί υγείας να τα καθαρίσω με αποτέλεσμα να χτυπήσω το κεφάλι μου στην λεκάνη (αφού πρώτα ξέρασα για δεύτερη φορά).
Μετά απο όλα αυτά, πάω να πέσω για ύπνο, βγάζω την μπλούζα και σπάω το γυαλικό απο τον πολυέλαιο. Ελέορ.
Ε, ΄ντάξει, μετά απο αυτά, κάτι πιώματα φίλων που πήγαιναν να πέσουν απο το μπαλκόνι και εν τέλει προσπαθούσαμε 3 ατόμα να του φορέσουμε καπότα στο κεφαλί (το πάνω).
Το πιο ακραίο μετά απο λύκειο-φάση, είναι μια μέρα με φίλο, αφού είχαμε πιεί ενα μπουκάλι σμιρνόφ, 3-4 ποτά και 5-6 υποβρύχια, να τραγουδάμε στα Λιοντάρια, "ΖΑΑΑΑΑΑΑΛΙΖΟΜΑΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ, ΕΧΩΩΩΩΩ ΗΡΑ ΗΡΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ, ΕΧΩ ΗΡΑ ΗΡΑ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ". Αυτός έφαγε μια τρελή σαβούρα στην Ελευθερίας και κσέρναγε όλο το βράδυ σπίτι του, εγώ ξύπνησα τέλειως ΤΖΙ.
Επίσης δεν είμαστε ΉραΖ.
Το Αλκόολ δεν σου αλλάζει χαρακτήρα, απλά στον φανερώνει.
Θερτίν, γκαύβλα μπαισέκσουαλ γιατρός. Ορίστε το επιστημονικό σου λινκ.
μια φορα στο λεωνιδιο ειδα τον κολλητο μου λιποθυμο εξω απο την τουαλετα και εσπευσα να του φερω αμεσα μια μπυρα , μετα ξυπνησα και ειχα δει στον υπνο μου οτι πνιγομουν σε ενα λιμανακι , το χαλασμενο κινητο και η ψηφιακη δειξαν οτι το ονειρο ηταν η πραγματικοτητα μου... σβουρες και μαλακιες.
θενκς για τα πινκς και στους δυο , ινγκο η φωτο ειναι απο τοτες με Πεννυ στο μεταλλαδικο που παιζε ο psychotron?
μιχαλακοπούλου εκεί που φαίνεται η πόντου (?)
:touched:
Spoiler
Ευτύχως δεν την ακούει συχνά.
Υπήρξαμε δεκαεφτάχρονοι και ο κολλητός μου αποφάσισε να κάνει τα γενέθλιά του δυο-τρεις βδομάδες νωρίτερα από το κανονικό, τέτοια εποχή καλή ώρα, λίγες μέρες πριν την Πρώτη Μέρα στο Σχολείο και τους Αγιασμούς και όλα αυτά και το σπίτι του είναι μια σταλίτσα και οι καλεσμένοι του ήταν περίπου δυο σχολεία γιατί εκείνος ήταν στο Τεχνικό και εμείς στο Γενικό και γενικά το σχέδιο ήταν να γίνει ένα τουνοασμπέτα, να έρθουμε πιο κοντά, να ανταλλάξουμε προβληματισμούς, να γίνει μια κάποια φάση με λίγα λόγια. Να πούμε εδώ ότι εγώ πέθαινα έσβηνα χανόμουν για το Γκομενάκι που φυσικά την είχαμε καλέσει αλλά "ισως να φύγουμε μωρέ με τους δικούς μου σαββατοκύριακο στο Σχίνο και δεν ξέρω" και το είχα το άγχος αν θα έρθει ή όχι. Και έρχεται η Κυριακή και έχω κάμει τα μπανάκια μου και τις ξούρες μου, τότε είχα και μαλλάκι λίγο και το είχα σιάξει απλά υπέροχο, φτου φτου μου κάνει η μανούλα μου πριν φύγω, να προσέχουμε και καλά να περάσουμε και περαπατώ τα τρία στενά και φτάνω στο σπίτι όπου έχει αρχίσει η όλη τελετή. Ξέχασα να σημειώσω ότι ο μπαμπάς του οικοδεσπότη (πολύ καλός άθρωπας θεοσχωρέστον) δούλευε/είχε -δε θυμάμαι ακριβώς το στάτους- μια αποθήκη ποτών την οποία εξ'αφορμής των γενεθλίων του κανακάρη του είχε αδειάσει. Έρχεται κόσμος όλοι χαίρονται κερνάει ο ένας τον άλλο, ένα ευρύτερο μιξ εν ματς, δεν ξέραμε τότε και που θα πάμε πενταήμερη και να αρχίζει ο ένας να μοιράζει σφηνάκια τεκίλα να τα πιούμε στην υγειά της Ρόδου που ήταν μια σοβαρή υποψηφιότητα, ο επόμενος τζακ-ντραμπούι-αμαρέττο για τα Χανιά, ένας γείτονας να σκάει από το παράθυρο που βλέπει στο φωταγωγό με κουμκουάτ για την Κέρκυρα, το Γκομενάκι πουθενά και τα έχω πάρει αλλά δεν πειράζει γιατί φίλε πιάσε ένα τζιν για τη Σαντορίνη, συνθήματα για τη Νίκαια που είναι μια πουτάνα και έχουμε στοιχεία, μια υπέροχη φάση γενικώς, περνάω καταπληκτικά είμαι χαρούμενος αλλά ξεκάθαρα όχι μεθυσμένος και αυτό με ανησυχεί λιγάκι γιατί νοιώθω ότι οι κόποι μου πάνε χαμένοι και με κάτι τέτοια χάνεις την πίστη σου στην Πλάση. Το συζητούμε λοιπόν με τον οικοδεσπότη το ζήτημα, εκείνος αποτελεί τη Φωνή της Σύνεσης ("αφού κωλοψήνεται το γκομενάκι ρε μαλάκα, δεν είμαι να γίνω κομμάτια απόψε") και εγώ τον αποχαιρετώ για να τραβήξω μόνος το Ανηφορικό Δρόμο προς το Ντέφι. Στα υπόλοιπα δωμάτια κάνουν λίγο πανικό, κάποιος με κερνάει για πρώτη φορά στη ζωή μου υποβρύχιο, μια μαγευτική εμπειρία, μου έρχεται η φοβερή ιδέα να πιούμε σφηνάκια Καλούα στα οποία θα έχω ρίξει λίγο καφέ ελληνικό και μετά φέτα πορτοκάλι, οργασμός ιδεών γενικώς, κερνάω πίνουμε, κλεφτές ματιές στην πόρτα μήπως και έρθει Εκείνη, εν τω μεταξύ ένα μεγάλο μέρος του κόσμου έχει αρχίσει και ψάχνει χάρτες κρατώντας ούζα γιατί οι κλασικοί τουριστικοί προορισμοί έχουν πλέον τελειώσει, εγώ γίνομαι δέκτης αρνητικών σχολίων για την κατάστασή στην οποία βρίσκομαι, σχόλια που καταρρίπτω άμεσα με το ακράδαντο επειχείρημα "μια χαρά είμαι ρε ηλίθιοι, θα σας πω Ιστορία Δέσμης" και σε ένα μπαλκόνι ένας τύπος αρχίζει και δίνει και πάρε Αφιόν Καραχισάρ από εδώ και συνθήκες Κιουτσούκ Καϊναρτζή από εκεί και Τζον Λοκ με τέτοια σιγουριά και αποφασιστικότητα που αν με έβλεπε Εκείνη θα είχε πέσει σίγουρα, τους έχω πεθάνει, σκάνε μπάτσοι να κάνουμε λίγη ησυχία, καλά παιδιά, μας εύχονται χρόνια πολλά και γελάνε, μια γκόμενα μου την πέφτει (ευχαριστώ πολύ Ιστορία Δέσμης) που δεν την είχα ξαναδεί ποτέ μου και έβαζα στοίχημα ότι σε λίγη ώρα δε θα ήθελε και εκείνη να με ξαναδεί ποτέ της γιατί λαμβάνει χώρα ένας μικρός τσαμπουκάς που γρήγορα αναβαθμίζεται σε συμπλοκή στο στομάχι μου, τρέχω μπάνιο, ξερνάω, τραβάω καζανάκι, ένας Κύριος με τα όλα του και επειδή Κύριος με τα όλα του και για να μη βρωμάω τρώω λίγη οδοντόκρεμα που βρίσκω παραπεταμένη, ξεπλένω στα γρήγορα με νεράκι, πιάνω χερούλι να ανοίξω πόρτα, η συμπλοκή μετατρέπεται σε κανονική σύρραξη πια, το Μυαλό μου αναγνωρίζει την Ανεξαρτησία της Λαϊκής Δημοκρατίας του Στομαχιού μου, χάνεται κάθε έλεγχος αλλά με κάποιον ανεξήγητο τρόπο κάθε σουτ μου είναι χλατσωτό και ξερνάω μόνο στη λεκάνη γιατί το είχα και αυτό το άγχος πέρα από Εκείνη που Εκείνη πλέον καλύτερα να μην έρθει γιατί δεν είμαι σε θέση να. Ολοκληρώνω το έργο μου, φρεσκάρομαι, όχι οδοντόκρεμα πάλι όμως, μόνο τσίχλα, βγαίνω έξω, το μισό πάρτυ πίνει και το άλλο μισό περιμένει ένα μαλάκα να βγει από την τουαλέτα, με συγχαίρω και παναπαραστήσω το ντιτζέι αλλά στο τρίτο κομμάτι βλέπω ότι είναι μια δουλειά χωρίς μέλλον γιατί έχω ξεχάσει πως στέκεται ένας άνθρωπος όρθιος οπότε να γυρίσω σπίτι. εν τω μεταξύ νέοι μπάτσοι σπίτι, μαμά μπαμπάς οικοδεσπότη επίσης, μαμά να κάνει ελληνικούς ένας εκ των οποίων ήταν για μένα και σαν ευχαριστώ τον πετάω κάτω στο πάτωμα, δεν πάει άλλο, θα πάω σπίτι ΜΟΥ να κοιμηθώ. κλείνω την πόρτα πίσω μου ενώ κάποιοι πίνουν σφηνάκια ξύδι μπαλσάμικο με λεμόνι στην υγειά της Άμφισσας, με παίρνει ο ύπνος ανάμεσα σε πρώτο και ισόγειο, με ξυπνάει ο επόμενος που φεύγει, προχωράω υποβασταζόμενος σύμφωνα με τις κακές τις γλώσσες αλλά εγώ δεν τα πιστεύω αυτά, φτάνω σπίτι, χτυπάω κουδούνι γιατί το να ψάξω κλειδιά σε τσέπες, να δω ποιο κλειδί ταιριάζει που και όλα αυτά είναι μια διαδικασία που δε με αφορά πλέον, κατεβαίνει με τη μαστούρα του ύπνου ο πατέρας μου, ανεβαίνουμε παρέα, δεν καταλαβαίνω αν γελάει που ο γιος του μέθυσε για πρώτη φορά ή σκέφτεται ότι θα γίνει αλκοολικός, φτάνω δωμάτιο, τον αποχαιρετώ, το παίζω κουλ και όλα θα πάνε εντάξει, ξαπλώνει, πάω τουαλέτα, κατεβάζω παντελόνι, αφήνω βρακί στη θέση του, κάθομαι και κοιμάμαι έναν υπέροχο ύπνο από το μακρινό διάστημα.
A sober man's secret is a drunken man's speech όπως πολύ σωστά έγραφε μια παμπ στο Μπρίστολ.
Ας πω και γω λοιπόν μια ιστορία και ενδεχομένως να ακολουθήσουν και άλλες.
Πρώτη χρονιά μετά το Λύκειο. Με τρεις κολλητούς σε ταβερνάκι της πλατείας Άθωνος για φαγητό και τσίπουρο, το τσίπουρο το είπα? Ξεκινάμε λοιπόν να πίνουμε και πολύ σύντομα οι 2 εκ των φίλων υποστηρίζουν πως το τσίπουρο δεν είναι καλό και θα το γυρίσουν στην μπύρα. Βρίσιμο και κράξιμο από τον άλλον και μένα που για να τους αποδείξουμε πως έχουν άδικο κατεβάζουμε το ένα μετά το άλλο. Δεν χρειάζονται πολλά εδώ, απλά δε θυμάμαι πόσο είχαμε πιει. Πολύ.
Αποχωρούμε από το ταβερνάκι και κάπου στο ταχυδρομείο της Αριστοτέλους διαπιστώνω πως έχω ξεχάσει τα τσιγάρα μου, γυρνάω πίσω να τα πάρω. Ο σερβιτόρος μου λέει πως δεν βρήκε τίποτα. Γαμώ τους μαλάκες μου λέω που φάγαν τα τσιγάρα. Γυρνάω στο ταχυδρομείο που περιμένουν οι άλλοι και τα βλέπω μέσα σε κείνα τα τεράστια καλάθια που έχει απ έξω για τα γράμματα. Αντί λοιπόν να κάνω το λογικό να βάλω τα χέρι μέσα από το κάγκελο να τα πάρω αποφασίζω να ρίξω το καλάθι κάτω και να μπω μέσα για να τα πάρω βρίζοντας ταυτόχρονα τους άλλους.
Προχωράμε λίγα μέτρα, γύρω στα 5, και παίρνουμε ένα καφάσι από το μανάβικο δίπλα. Ποδόσφαιρο λοιπόν στην Αριστοτέλους με το καφάσι. Τέρμα κανονικά και δώσε. Μέχρι που μας έρχεται κατούρημα. Κλασικά εκείνη την εποχή ψάχναμε οικοδομή με ανοιχτή πόρτα για να κατουρήσουμε κάπου εκεί μέσα. Με την πρώτη βρίσκουμε μία επί της Αριστοτέλους. Μπαίνουμε μέσα και καθώς κατουράμε αποφάσιζουμε με τον φίλο, ο έταιρος τσιπουροπότης, να ανεβούμε στην ταράτσα. Ανοίγω παράθυρο και επεξηγώ πως αυτό ήταν ένα άθλημα της εποχής. Ανεβαίναμε σε ταράτσες άσχετες και την πέφταμε και μετά πηδούσαμε από ταράτσα σε ταράτσα με σκοπό να βγούμε από κάποια άλλη οικοδομή. Ανεβαίνουμε λοιπόν στον 8ο και βρίσκουμε την πόρτα της ταράτσας κλειδωμένη. Αλλά δίπλα είχε ένα παραθυράκι που ίσα χωρούσε άνθρωπος άνετα. Βγάζουμε κεφάλι και βλέπουμε πως υπήρχε ένα περβάζι γύρω στα 30εκ πλάτος και 1.5μ μήκος που οδηγούσε στον προορισμό μας. Λίγα δευτερόλεπτα μετά βρισκόμαστε εκεί και αρχίζουμε να βρίζουμε τους φίλους που περίμεναν κάτω και να τους πετάμε ότι βρίσκαμε. Μέχρι που σε κάποια στιγμή γυρνάω στο φίλο και του λέω μαλάκα θα πηδήξω. Πήδα μου λέει. Παίρνω φόρα, τρέχω, τρέχω, τρέχω και πηδάω...........Για καλή μου τύχη στο σημείο εκείνο υπήρχε ένα συρματόσκοινο το οποίο με χτύπησε στο στήθος και με ριξε πάλι πίσω. Αν δεν υπήρχε δεν θα υπήρχα και γω τώρα. Περνάει το σοκ και αποφασίζουμε να επιστρέψουμε κάτω.
Έχει αρχίσει το ψιλόβροχο, εμείς συνεχίζουμε τις μαλακίες επί της Αριστοτέλους και οι άλλοι 2 όντας ξενέρωτοι πια αποφασίζουν να μας χωρίσουν για να ηρεμήσει η κατάσταση και να βρουν ταξί να φύγουμε για σπίτια. Σε εκείνο το σημείο παρέδωσα πνεύμα. Κάθομαι σε παγκάκι στάσης λεωφορείου, αυτή που ήταν μπροστά από την λεγόμενη Αλυσίδα. Η βροχή δυναμώνει και απαγορεύω στον φίλο που κάθεται παρέα να προφυλαχτεί και αυτός στην στάση από την βροχή. Εγώ απλά κάθομαι στο παγκάκι της στάσης με το κεφάλι πεσμένο πάνω από τα πόδια. Δεν ξέρασα. Σε μια στιγμή γυρνάω στο φίλο και του λέω νερόοοο, μου φέρνει, το ανοίγω και το πετάω. Μετά από λίγο σηκώνω πάλι κεφάλι και του λέω κόκα κόλααα, μου φέρνει την ανοίγω και την πετάω. Το σκηνικό επαναλήφτηκε άλλες 2 φορές, ενδιάμεσα μου ζητούσε να τον αφήσω να προφυλαχτεί από την βροχή και έπαιρνε αρνητική απάντηση.
Τελικά οι άλλοι 2, ο ένας δηλαδή γιατί ο άλλος παρέμενε κομμάτια όπως εγώ, βρίσκουν ταξί. Στην άλλη πλευρά της Εγνατίας μπροστά από τον Βενιζέλο. Τον θυμάμαι να φωνάζει να περάσουμε τον δρόμο κρατώντας την πόρτα του ταξί ανοιχτή και ενώ ο άλλος έκοβε βόλτες γύρω του. Προσπαθεί ο φίλος να με σηκώσει, τρώει τα βρίσιδια του στυλ καλά είμαι ρε μαλάκα παράτα με και προσπαθώ να διασχίσω τον δρόμο. Περπάτημα σε στυλ τα ζόμπι δεν είναι χορτοφάγα και ξαφνικά ακούω τον ταρίφα να φωνάζει κλείσε την πόρτα κλείσε την πόρτα, κάτι που ο φίλος δεν έκανε και ο ταρίφας απλά την έκλεισε μόνος του και έφυγε σπινιάροντας στον ορίζοντα.
Λίγα λεπτά μετά και ενώ με κρατούσαν όρθιο, βρήκαν άλλο ταξί, με βάλαν μέσα, πίσω κάθισμα πίσω από τον οδηγό. Αυτό είναι και το τελευταίο που θυμάμαι. Με ξύπνησαν όταν φτάσαμε σπίτι μου, άνοιξα την πόρτα, κατέβηκα και χωρίς πρόβλημα ξεράθηκα στο κρεβάτι μου λίγα λεπτά αργότερα.
Ακόμα μαλώνουμε για το αν το τσίπουρο ήταν χαλασμένο ή όχι.
αρχές 90's ειμαστε με cybernaut κι αλλον εναν φιλο που δεν θυμαμαι στο Λουτρακι
μολις ειχα τελειωσει εκεινες τις ημερες καποιο βιβλιο του Καστανεντα, νομιζω το ταξιδι στο Ιξτλαν
οπου ο Καστανεντα βουταει απο το γκρεμο στο κενο για να σβησει τον εαυτο του;
να μετατοπισει το σημειο συναρμολογησης του; κατι τετοιο ψυχεδελικο
εχουμε πιει περα απο καθε φαντασια, δεν θυμαμαι τι
και ειμαστε σε ενα γεφυρακι 4-5 μετρων, απο κατω χωμα, οχι νερο
σβηνω τα παντα απο τη σκεψη μου και λεω, αφου το πετυχε ο Καρλιτο γιατι οχι κι εγω
οντως σταθηκα ορθιος πεφτοντας και δεν ενιωθα πονους λογω μεθης
την επομένη ξεκίνησε ένας μήνας πλήρους ακινησίας
και λογικα τοτε ξεκινησαν τα προβληματα στην μεση που μας θυμηθηκαν παλι στα γεραματα :?