Θρεντ γεμάτο χρυσάφι
Printable View
Θρεντ γεμάτο χρυσάφι
Με αφορμή το σχόλιο του landy για τα επίθετα εκ του οποίου προέκυψε η εύρεση αυτού
Δεν αναστεναξες για να μην παραβιασεις της σιωπης την απορθητη αδρανειαQuote:
Και ο Μαγιακόβσκι για τα επίθετα υποστήριζε µ ε σθένος πως κάθε επίθετο που βρίσκεται στο ποίηµα είναι ποιητικό επίθετο , ακόµα και το «µεγάλη » στην Μεγάλη Άρκτο ή το «µεγάλη » ή «µικρή » σε ονόµατα µοσχοβίτικων οδών."
κι ηθελες να κουνηθεις αλλα ενιωθες πως θα πονεσεις
και στο τελος φοβοσουν ακομα και ν'αναπνευσεις.
Οχι για να μην ακουστεις. Ηθελες να ουρλιαξεις.
Και συνέχισα να ονειρευομαι της Αρκτου τη δυνητικη λαμψη
κλεισμενη σ'ένα φιλντισενιο σεντουκι με μαργαριταρενια κλειδαρια
και τρεκλιζα προς τη δυση ονειροπαρμενη, την προσμονη σφιχτα κρατωντας απ'το χερι
και παροξυσμικα εριχνα τα μαλλια μου μπροστα
να κρυψω τα πυρπολημενα μου μαγουλα - το ηλιοβασιλεμα να φταιει ταχα; -
"που να'σαι τωρα; που να'σαι τωρα;" να σχηματιζουν της αναπνοης μου τα λακτισματα.
Κι επειτα, λαχανιασμενη, σταματησα.
Κι εψαξα στο σκοτάδι τα δυο σου ματια,
αλλα δεν ησουν πουθενα,
ματαια σκορπιζ'ο αερας της φωνης μου τα κομματια στραγγαλισμενα απο πνιγμενα αναφιλητα.
Τ'ονομα σου,
αρρηκτη ανασα.
2-4-12
Τα παρακάτω ακολούθησαν το ορεκτικό:
Spoiler
Έσκαβε κι έσκαβε κι έσκαβε
και μια μέρα σταμάτησε.
Και στρέφοντας το κέφαλι μακριά απ'την τρύπα αντίκρυσε
το ρουμπίνι που έψαχνε μεσα στη γη να διακλαδώνεται στον άξονα μιας βεντάλιας πέρα στον ορίζοντα
καθώς ο ήλιος έδυε εκείνη την ώρα κι ο αιθέρας λικνιζόταν στις αναθυμιασεις που απεπνεε η πορφυρη λάμψη του πριν σβήσει στη θάλασσα.
Τι έγραψα;
19-3-12 1:28
Ας γραψω για τον Καλκι τωρα.
Λοιπον αυτο που ηθελα να πω ειναι πως φανταζομαι τη φωνη του επενδυμενη με τον καπνο του τσιγαρου που μολις εχει φυσηξει να βγαινει μεστη αναβρυζοντας απ'το μηλο του Αδαμ και να μου γλειφει τα τυμπανα σαν γλωσσα βουτηγμενη στο μελι με καλυκες απο ανθη τυλιγοντας σε κυματα ευδαιμονιας τον αερα που εισπνεω πριν αναστεναξω, ω καλα τι εγραψα τωρα κι ειμαι με ευαϊαία περιβολη ακομα, εύηχο δε βήχω.
2:14
Καλα μην καταπιαστω να περιγραψω τωρα πώς θα ήταν να φιλιόμασταν γιατι εχω χαρμανιασει και δε λεει και πολυ να φαντασιωνομαι τη γευση που θα ρουφαγα με καθε πορο του ειναι, δε σκεφτομαι, υπηρξα; Αμφιβάλλω, αρα;
2:27
Πωπω αυτη ειναι πολυ ωραια ασχολία τελικάλκι και ξερό ψωμι γουσταρω με τα χείλια
2:28
Adam's candy apple, syrup silence silverspoon, see maple under consideration, evening primrose observation dictates rehabilitation
3:23
Αυτη τη στιγμη δε βρισκω κανενα νοημα, δε μπορω να καταλαβω τι κανω εδω περα.
Αρμεγει η σκεψη αιμα απο πηγμενα μουσκλια.
Ξερεις στη θαλασσα που ο ηλιος εδυσε νωριτερα.
Ενταξει δεν πειραζει αν δεν καταλαβες τιποτα,
το συμπερασμα γι'αλλη μια φορα ποιο ειναι;
Κανένα.
3:42
Comme on part, sans un seul regard,
de l' un a l' autre, ni pour, ni contre,
en chantant enseble,
enchantes tous deux par cette opportunite charmante,
de faire connaitre cet haut sentiment,
de partager chaque moment de notre separe depart,
avec la ballade qui quitte notre coeurs,
pour tomber un peu malade par terre.
Monsieur le peur a pris le titre du "docteur" mon cher.
ζεστη , οι κιτρινες λαμπες του δρομου νιωθεις να σε καινε
οι σολες καιγονται σα να σε χωριζει η ασφαλτος απο τα καζανια της κολασης
τεραστια ιπταμενα ερπετα πεταριζουν γυρω σου , κατσαριδες μεγαλες σα στρουμπουλα βατραχια
Καπνοι βγαινουν απο φλεγομενους πλαστικους σκουπιδοντενεκεδες
φαντασματα αποσυνθεσης κρυβουν το μπλε λειζερ του φεγγαριου
μονοτονια απο τα εκατομυρια ερκοντισιον , σμπαραλιασμενα αλουμινια μεταλλικα τζιτζικια
ο σκυλος γαυγιζει σε μια σκουριασμενη πορτα γιατι δεν εχει και τιποτα καλυτερο να κανει
εφυγες απ'τα πρωιναδικα και πηγες στα μπουρδελα;
αντρας καριερας παιδια οχι αστεια
σε στυλ καββαδια
το τατουαζ ενας δρακος κι ο αη γιωργης
κι ο Τομ να γνεφει στην αναστροφη πορεια
παρτο δεξια ,ολοταχως τριαντα μοιρες
δεν υπομενει το σκαρι την τραμουντανα
πηγα στη λοντρα και το σκορβουτο με θεριζει
κι ο φθυσικος ο Τοτ να μας κακολογιζει
φυσαει ο λιβας στο σταβεντο απ το μολο
κι ο κοκαλιαρης ο στρατης βλεπει απαγκιο
απανω απανω παναγιες στα κορφοβουνια
αναβλυσε στην αγκαλια του μύρο αγιο
κι ο αραπης ο Ταμ Ταμ μεμιάς χορευει
ενα χορο απο το λιβα της ερημου
κι ο μακρυκανης ο Γουιλ δες σε γυρευει
κι ο γαλλος Φρανκ παλι τιμονι στο πλευρο μου
μα το καταρτι σαν θαρρεις να σου λυγιζει
δεν υπομενει μια ζωης να βρει φιρμανι
βρηκε στερια μα το γυρευουν πολιτσμανοι
καπνό μπραζίλιας με το καλυτερο χαρμάνι
:moutza:
*ολ'αυτά
*λημερια.
σωστάSpoiler
des orthographes dans les poèmes
Spoiler
Κάνε μας τη χάρη να μη σπαμάρεις το θρεντ γελοιε, ναι;
συμφωνώ με την κριτική του συνηαρίτη τσιμπούκλανου και θα υπερασπιζόμουν το δικαίωμά του να την εκφράσει με όποιον τρόπο θέλει ακόμα κι αν διαφωνούσα. όσο πιο ερειστικός τόσο το καλύτερο, αυτοί είμαστε γι' αυτά ζούμε. αν θες να μείνεις εδώ μέσα θα το υποστείς όπως όλοι οι άλλοι.
παρά ταύτα, μπορείς κι εσύ να ποστάρεις ό,τι παπαριά ή γαμάτο-σουπερ-ουάου-πράμα θες. όσο τα ποστ σου έχουν περιεχόμενο (καλό ή κακό, αρεστό ή μη αρεστό) πόσταρε όσο γουστάρεις, γάμα το τη μάνα, μαζί σου και ξανακαλωσόρισες στο φόρουμ μας.
αν όμως αρχίσεις να επαναλαμβάνεις το πάττερν που οδήγησε στο οριστικό σου μπαν, όπως κάνεις στα ποστ #91 κ #93 μα τον αη-γιώργη τον ψαροψιάστη θα ξεκινήσω ανένδοτο ριζοσπαστικό επαναστατικό ένοπλο κίνημα εναντίον σου μέχρι την οριστική σου διαγραφή από το αγαπητό μας φόρουμ
αυτά και ξανά καλωσήρθες, αλήθεια.
ρε ουστ απο 'δω παπάρα
Ε όχι και "ρε".
Spoiler
Έχω την εντύπωση πως με μισείς ρατ πόιζον γιατί είμαι γυναίκα. Είσαι μισογύνης με μια λέξη κι όχι δυο λόγια. Oπότε το παίρνω προσωπικά.
Χύνω χύνω στο αιδοίο σου
και το απολαμβάνω
ειναι σαν επανάσταση
που κανεις δεν τολμάει να κάνει
αυτη ειναι η ουσία του έρωτα
και της κοινωνίας
Συλλογή
Άκυρα-άτυχα-ποιήματα
Μια νύχτα πανσέληνη στα Χανιά στο λιμάνι,
αντίκρυσα τον έρωτα σε μάτια απο γυαλί,
μα σαν η μέρα χάραξε το ρουμπινί της κιλίμι,
έσπασε η καρδιά μου κι έμεινα μοναχή.
Τι ήτανε η μοίρα μου η μαυροφορεμένη,
ν' αγκαλιάσω τη γη μ' αίμα λερή
σαν αλαφροΪσκιωτο ασκέρι.
Στη θάλασσα θα βουτηχτώ, να πλύνω τον καημό,
να γίνω γοργόνα να μη ματαφανώ.
Και σαν ο φάρος γνέψει τρις,
υφαίνοντας σαν αργαλειός
μια δέσμη απο ακτίνες ασημοκέντητο φως,
Θα βγω στον αφρό να με δεις,
να σκίζω τα νήματα σ' ένα κύμα οργής.
Ξερίζωσα απ'το στήθος μου το άρωμά σου που δε μύρισα ποτέ,
γιατί είχα σφραγίσει τα ρουθούνια μου βλέπεις εφτά φορές,
μην και πνιγώ στης απουσίας σου το κενό που λαγγεύει ο πανσές.
Κι είναι σα βουλωμένο γράμμα με ουσία που διυλίζεται σε μεθυστικό ατμό,
και ίζημα από ατόφιο "σ'αγαπώ".
Ρώτησα τα μάτια σου αν γέλασαν όταν με είδες να γελάω
κι αυτά πετάρισαν μ' ένα βόμβο σα μέλισσες σε κυκλώνα τυφλό.
Σαρδόνιοι κροκόδειλοι γύρω απ' το μαστιχόδεντρο,
χελώνες καιροφυλακτούν,
όπως τον λύκο οι αμνοί του θεού που ποθούν,
κι έτσι ανακούρκουδα μες στην άρμη,
σαν την αρκούδα που γλείφει το μέλι,
ξεθώριασαν σε πετιμέζι τα σταφύλια απ'την οργή,
-μες στα βαρέλια του πλοίου που με ταχύτητα ήχου σχίζει του νου τη ροή-
κι όλο και ζυμώνονταν οι μελαγχολικοί καημοί,
σε ωμή χαμηλοβλεπούσα υποταγή.
Απάντηση απείθιας ιταμή.
Τ' ακροδάχτυλά του δείκτες ρολογιού,
κι οι ώρες κουβαρίστρες μες στη δαχτυλήθρα του νου.
Ονειροπόλημα κεντάνε φλέβας χρυσού,
που λαμπυρίζει σαν πετράδι στον χιτώνα του ματιού.
14-9-2016
Κρατάω την αναπνοή μου γιατί κρατάει στο στόμα του τη ζωή μου,
είναι η δική του που με κρατάει ζωντανή με κάθε ανάσα κι εκπνοή του.
Κι απ' τον γλυκό το θάνατο που έχω βυθιστεί ,
στο τέλος του χαμένου χρόνου που έχει σταματήσει με του βαρκάρη το κουπί,
ένα φιλί του μόνο αρκεί να μ'αναστήσει στη στιγμή.
Και να με πάρει στα χέρια του.
19-9-2016
Ξύπνησα ληθαργικά,
κι ήταν τα βλέφαρά μου ακόμα νωπά όταν ένιωσα τα χέρια του να με ντύνουν ζεστά,
αραχνούφαντη οπτασία με φωνή μεταξένια,
μα όταν τ' άνοιξα ν'αντικρύσω το όνειρο,
ο ιστός είχε σπάσει σαν κατάρτι απο πάγο.
Αν επιπλέω είναι γιατί έχει αναστραφεί ο πάτος και κρέμομαι απο μια κλωστή.
Γνέθω τις στιγμές όπως εσύ αδράχνεις τις ώρες,
και το δάχτυλό μου στην ανέμη μετράει του ρολογιού τους δείχτες,
τεντώνοντας σφεντόνες για να σπάσουν τη σκηνή
που τρεμοπαίζουν κούκλες πάνω σε σχοινί.
20-9-16
Η αλήθεια είναι πως θέλω να κοιμάμαι μέχρι να πεθάνω γιατί στο όνειρο μέχρι κι ο ύπνος βρίσκει καταφύγιο,
κι αν είναι αλήθεια τα παραμύθια και η ωραία κοιμωμένη κοιμόταν εκατό χρόνια, εγώ πρέπει να νιώσω άσχημη τώρα.
Αντί γι'αυτό νιώθω πτώμα στην κούραση και ζωτικό μέλος μιας εργατικής τάξης που σφυγμομετρά το χρόνο στον αδιάρρηκτο κυτταρικό ιστό του αναπηρικού της έργου.
Παραλύω και μόνο στη σκέψη πως ανήκω επιτέλους κάπου, μια τάξη σχολείου θα είχε σαφώς άλλη άποψη, αλλά το πετσί μου που το ζει ανατριχιάζει στα αδελφικά συναισθήματα που μου εμπνέει η συνείδηση αυτή.
'Ομως προσοχή! Οι ασυναρτησίες δεν είναι ποίηση, αν και η ποίηση δε βγάζει νόημα όπως και να 'χει,
εκτός αν είναι μουγκή απευθυνόμενη σε κουφό κοινό που έρπει,
πανανθρώπινη, παρόλο που το μόνο που τη χωρίζει απο την πανίδα του χλωροτάπητα είναι πως δε φυτοζωεί αλλα μηρυκάζει.
Μια στιγμή, μόλις θυμήθηκα πως είμαι άυπνη.
Κι αν ο μονόλογος του Άμλετ είναι η μόνη λύτρωση,
let it be.
1-10-16
Τα μάτια του έρωτα με τις μπούκλες του δεμένα,
τα δάχτυλά του διαπερνούν τις σφαλιστές κουμπότρυπες
που ντύνουν την ψυχή μου με το σώμα μας που είναι ένα.
Απτά πνεύματα με μια αόρατη κλωστή ενωμένα.
3-10-16
Μ'αγιόκλημα και μύρο την ανάσα σου ραίνω, για να μπορώ να σ'ονειρεύομαι κι όταν δε θ'αναπνέω.
Με μέλι και κρασί τα χείλη σου αλείφω, για να μπορώ να τ'ασπαστώ και στη δίνη του ονείρου.
Μ'ένα φιλί το στόμα σου σφραγίζω, για να μπορώ να σ'αγαπώ κι όταν δε θα ξυπνήσω.
Στο μάτι του κυκλώνα αιωρούμενη, όταν δε θα μπορώ να βλεφαρίσω.
Αίμα που κοχλάζει και δάκρυα που τυφλώνουν την οργή,
πέφτουν σε παντιέρα απο φωτιά και κάρβουνο σαν το βουλοκέρι πάνω στο νεκροσάβανο.
Η μοίρα μου όμως δεν έχει σφραγιστεί, γιατι μετουσιώθηκε ο πόνος σε ορμή.
Κι είμαι μια νέα αλχημιστής με άρωμα ζωής,
όπως το λίπασμα της πάλης απ' τους νεκρούς που είναι αθάνατοι γιατί η καρδιά τους συνεχίζει να χτυπάει,
κάθε φορά που η δικιά σου σε καλεί ν'αγωνιστείς.
Κι είναι οι σπόροι που ερωτοτροπούν με τις σταγόνες της βροχής, για να βλαστήσουν οι καρποί της επανάστασης,
που να 'σαι σίγουρος, θα 'ρθει,
γιατί τα δάκρυά μας την ποτίζουν και την κυοφορούν και τη θηλάζουν.
Και την ξεδιψούν.
Και τρέφεται απ'τη σάρκα τους και μεγαλώνει,
των αδικοχαμένων αδερφών μας η θεόρατη δικαίωση.
Που θα 'ναι εκδικητική. Σαν τη στραβή δικαιοσύνη.
Όταν οι ρωγμές γίνονται οπές,
το γάλα ρέει απ'τις πληγές και στάζει μέλι στις πτυχές του χτες,
που χύνεται στους γαλαξίες γεμάτους από μαύρες τρυπές κι υποσχέσεις χλωμές,
πως "Θα 'ρθουν καλύτερες μέρες, μην κλαις."
Η ρίμα είναι η αιτία που η ποίηση εκλογικεύει το επέκεινα.
Σκάστε τώρα. Τσιμουδιά.
Η σιωπή λιώνει τους πάγους και σηκώνει κύματα,
διαπλανητικά υπερπόντια και ακ-ωστικά,
αφουγκράζεται το στήθος του σύμπαντος ψηλαφώντας ακροαστικά,
μια συμφωνία που διαφωνεί κατά γράμμα με τους χυμούς που τσακίζουν το μίσχο ουσιαστικά,
για να κυλήσουν απο μέσα του σαν το αμνιακό υγρό,
που εξατμίζεται πηγμένο αφού έχει νοτιστεί με λίγο στοχασμό,
κι έχει εμποτιστεί στη φόρμολη για να κρατήσει το στόμα κι οχι τη μύτη κλειστό.
Άνοιξε τα μάτια κι ανάπνευσε το οξυγόνο, φλεγόμενα άστρα εκρήγνυνται γύρω σου.
Η μικρή συγχορδία άνθισε γιασεμιά κι έστερξε σα δρεπάνι να σου στεφανώσει τα μαλλιά,
Κι ήταν τα χνώτα σου κόκκινα, κι έβγαιναν απ'τα μαύρα σου μάτια
- σπασμένοι καθρέφτες στημένοι εμπρός απο εκατομμύρια σπινθήρες το χλωμό λυκόφως-
Κι έπαιρνε να κουρνιάζει η καρδιά μου σαν ερωδιός, ανοίγοντας τα πέταλά της ίδιος λωτός,
Κι επέπλεε σα νούφαρο που ρουφάει θάμπος, πριν κατακρημνισθεί σε πελάγων ευτυχίας το βάθος.
Ήθελα να μοιραστώ ένα δίστιχο που έγραψα πριν από κάποια χρόνια.
"Σου άφησα ένα κινητό,
Και ένα ουεσμπι,
Το ένα βάλε στο κώλο,
Και το άλλο στο μουνι."
Λείπει η αφιέρωση.
η έκφραση του τζακ από κάτω, συνοδεύει όλα τα προηγούμενα με επιτυχία
Θα μπορούσα ν'ακούσω την Αλφονσίνα στη θάλασσα,
στολισμένη με κοχύλια που αντανακλούν του ωκεανού τα βογγητά,
Στης Φρίντας τα λημέρια ν'αγκιστρωθώ σα σφαίρα,
να βυθιστώ μες στα ανάγλυφα απο ουλές της χρώματα βαθιά.
Να σφουγγίσω με τα μαλλιά μου το αίμα του Λόρκα,
να μου μάθω ισπανικά για να σε νανουρίζω γλυκά,
όπως τον Τσε Γκεβάρα η αιωνιότητα, με τα μάτια ανοιχτά.
Θα μπορούσα να τα κάνω ολ'αυτά κι άλλα τόσα,
αν δεν έκλειναν τα μάτια μου τώρα απ'τη νύστα.
Εις το επανιδείν, στης ρεαλιστικής ουτοπίας το νυν.
Η μουσική που έπαιζες στα δάχτυλά σου,
έγινε άρπα με λεπίδες κοφτερές,
το αίμα έσταζε σταγόνες απ'τα χέρια σου,
πότισε διψασμένο της παλάμης τις γραμμές'
μια χούφτα για να πιω μου έδωσες
κι η πενα βάφτηκε με το μελάνι της καρδιάς σου.
Αχ Φεδερίκο, κοιμήθηκες νωρίς με τα σκουλήκια,
όμως δεν ήσουν μόνος, είχες συντροφιά,
τ' αγκαθωτά μαλλιά τους σε χαιδεύαν στην αιώνια νύχτα,
για να σε νανουρίσουνε στα σάβανα γλυκα.
Βάφτηκαν τα σοκάκια της Γρανάδας,
βάφτηκαν απο ρόδια ζουμερά,
κι ο,τι είχες πει οτι θα 'ρχόσουν το ξημέρωμα,
πάνω στο κόκκινο πουλάρι σου καβάλα στητά.
Στην πολιτεία των χιτάνων που 'ναι πάντα ξύπνια,
σε γυροφέρνουν τώρα μπαλάντες με σπαθιά,
της Εθνοφυλακής οι φλόγες καίνε ακόμα,
στο μέτωπό σου το φεγγάρι παίρνει φωτιά.
Πορτοκαλόφλουδες γλυκαίνουν τον αέρα,
που φέρνει τ' όνομα σου απο μακριά,
Γκαρθία Λόρκα ψιθυρίζουνε τα φύλλα,
και μια χλωμή φραγκοσυκιά ριγά'
σκίζει τη σαρκα μου μέλι να τρέξει,
αντι για αίμα, κελαρυστά.
Χοή με μανθανίγια μες στον ελαιώνα:
όπου κι αν είσαι, αχ Φεδερίκο, να 'ναι ελαφρύ το χώμα.
*Χοή με μανθανίγια σε στείρο ελαιώνα:
όπου κι αν είσαι, αχ Φεδερίκο, να 'ναι ελαφρύ το χώμα.
Federico garcia lorca?
Ναι ρε γκάου, το λέει κιόλα.
λολ. δεν ειδα τα παραπανω...
Προσπάθησα ν'αγγίξω την δαντελένια ακτή,
τόσο όμορφα στολισμένη με της θάλασσας την πνοή,
μα πριν αδράξω την άγκυρα που προσσκρούει στου χρόνου τ'αγκίστρι,
το νερό απ' τα τρυπημένα μου δάχτυλα είχε κυλήσει.
Γύρισα έναν τροχό στην τύχη,
προσπαθώντας να δω εκείνον τον πρώτο που τον είχε ανακαλύψει,
πόσο άραγε να του μοιάζω,
κι αν ήταν τώρα εδώ θα μ'είχε αναγνωρίσει;
Η την άλλη εκείνη με τη νιογέννητη φωτιά στο χέρι,
την ώρα που οι φλόγες της πύρωναν τα στήθη,
κάποια πρωτομαγιά στης Βαλπουργίας νύχτας το μεσημβρινό καμίνι,
αχ να'χε άραγε αναθεωρήσει;
Κενό, άδειο από ήχο, ξεγύμνωσε το σκοτάδι απ'της σιωπής το πέπλο,
μα σε παρακαλώ, η ικεσία μου θυσία στον βωμό,
με τον βουβό λυγμό σφαγείο απ' ουρλιαχτό.
24-5-18
Σαν στον πάτο γυάλινου βάζου κλεισμένη,
η αλήθεια αναμασάει την ηχώ της φωνής της,
κι όσο κι αν είναι φιμωμένη,
ραγίζει τις καρδιές σαν λιγνίτης.
Το αίμα λιώνει κι αναζωπυρώνει το δάκρυ,
βράζει και κολλάει σαν μαγνήτης,
μα είναι λαίλαπα αυτό που βλέπεις στης νύχτας την άκρη,
κι όχι ο χρυσός, που λάμπει ίδιος καπνός, εξορυγμένος αποσπερίτης.
Σάμπως να ξέρασε η γη απ'τα σωθικά της λάβα,
νήσος θνησιγενής εγένετο σ' αβυσσαλέα σκοτάδια.
25-7-18
Να γράψω πάλι κανά ποίημα για έρωτες και τέτοια,
να το χάσω κι αυτό όπως έχασα τον μπούσουλα,
κάπου εκεί στην πορεία μεταξύ ανεκπλήρωτου και θα μου το πληρώσεις αυτό,
ο αγοραίος έρωτας στα χρόνια των φόρουμς,
τι κοινότοπο θε μου,
ούτε να παντρευόμουνα η δούλη σου.
14-12-14