Quote:
Σύμφωνα με τον ισχύοντα Οργανισμό του υπ. Εξ. (Ν. 2.594/1998), τα έγγραφα του υπουργείου «μετά την πάροδο τριακονταετίας από την έκδοσή τους, θεωρούνται ιστορικά αρχεία και αποχαρακτηρίζονται, ενώ τα υπόλοιπα θεωρούνται υπηρεσιακά αρχεία και θεωρούνται δεσμευμένα. [...] Τα αρχεία, όταν παρέλθει τριακονταετία από την έκδοσή τους, διατίθενται στην ιστορική έρευνα» (άρθρο 19 §3).
Με κάποιες εξαιρέσεις και προς τις δύο κατευθύνσεις (νωρίτερος αποχαρακτηρισμός κάποιων εγγράφων «εφόσον συντρέχουν λόγοι υπέρτερου εθνικού συμφέροντος», ή μη δημοσιοποίηση κάποιων άλλων για παρόμοιους λόγους), η διάταξη αυτή αντικατέστησε το προηγούμενο καθεστώς, σύμφωνα με το οποίο τα αρχεία του Υπ.Εξ. «άνοιγαν» ύστερα από την πάροδο μισού αιώνα.
Η αλλαγή αυτή χαιρετίστηκε ως ένα ακόμη βήμα εκσυγχρονισμού της χώρας. «Επιτέλους! Και η Ελλάδα ευθυγραμμίζεται με την πρακτική που σε άλλες χώρες της Ευρώπης και τις ΗΠΑ εφαρμόζεται από πολύ καιρό», διαπίστωνε χαρακτηριστικά το «Βήμα» (10.5.1998), εκφράζοντας σ' αυτό το σημείο τις προσδοκίες των περισσότερων ερευνητών. Στο κάτω κάτω της γραφής, συνιστά έλλειμμα δημοκρατίας να μαθαίνουμε την πρόσφατη ιστορία του τόπου μας από το Φόρεϊν Οφις...
Κι όμως. Μια ολόκληρη πενταετία από τότε, αντί για τον εξαγγελθέντα εκσυγχρονισμό, τα πράγματα κινήθηκαν προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση. Ενώ, σύμφωνα με το Ν. 2594, θα έπρεπε να είχαν δοθεί στην έρευνα μέχρι και τα αρχεία του 1973, η κυρία Κωνσταντοπούλου-Τομαή κατάφερε να σταματήσει ακόμη και τον πατροπαράδοτο αποχαρακτηρισμό των εγγράφων της πεντηκονταετίας! Ο τελευταίος αποχαρακτηρισμός φακέλων έγινε στις αρχές του 1999 και αφορά αυτούς του 1948. Εκτοτε, τα μόνα μεταγενέστερα έγγραφα που έχουν δημοσιευθεί είναι όσα περιλαμβάνονται στις επίσημες εκδόσεις που επιμελείται ή προσυπογράφει η ίδια η διευθύντρια των Αρχείων του υπ. Εξ.
Υπάρχουν ωστόσο και χειρότερα. Ενας αξιοσημείωτος αριθμός εγγράφων και φακέλων που μέχρι πρόσφατα ήταν προσιτοί στους ερευνητές, σήμερα έχουν ως διά μαγείας εξαφανιστεί από τις οικείες καρτέλες των Αρχείων του υπ. Εξ. Κάποιες φορές, μια λακωνική σημείωση αναφέρει ότι τα επίμαχα ντοκουμέντα «έχουν αποσυρθεί». Στην κατηγορία αυτή ανήκουν, λ.χ., ένας φάκελος του 1947 για μεθοριακά επεισόδια κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, μια έκθεση του Πιπινέλη για το Μακεδονικό (1944), καθώς και ο φάκελος ο σχετικός με την οθωμανική απογραφή πληθυσμού του 1905.
Ολόκληρες χρονιές έχουν επίσης αποκλειστεί από την έρευνα, με την επίσημη δικαιολογία της ταξινόμησης. Το 1926, λ.χ., «ταξινομείται» εδώ και μια επταετία τουλάχιστον, ενώ πρόσφατα «αποσύρθηκε» κι ολόκληρο το 1936. Κατά σύμπτωση, και οι δύο αυτές χρονιές συνδέονται με δικτατορικά καθεστώτα -του Πάγκαλου η πρώτη, του Μεταξά η δεύτερη.
Αλλες φορές, πάλι, δεν υπάρχει καμιά απολύτως εξήγηση για την απουσία φακέλων που χρησιμοποιήθηκαν επανειλημμένα στο πρόσφατο παρελθόν από άλλους ερευνητές. Ολόκληρη λ.χ. η αλληλογραφία των προξενείων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου επί μια δεκαπενταετία (1880-1895), για την οποία συναντάμε πάμπολλες αναφορές στα έργα ερευνητών της δεκαετίας του '80, εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει πίσω της το παραμικρό ίχνος! Το ίδιο συμβαίνει και με τις εκθέσεις του προξενείου Μοναστηρίου το 1900-01, έγγραφα των οποίων δημοσίευσαν, πριν από μερικά χρόνια, οι πανεπιστημιακοί Ανδρέας Ανδρέου και Σοφία Βούρη.
Για τον μηχανισμό της απόσυρσης, αποκαλυπτική είναι ίσως η τύχη του φακέλου υπ' αριθ. 50 (τέως ΑΑΚ/Ε) του 1903 που περιλάμβανε έγγραφα προξενείων της Μακεδονίας. Τον Ιούνιο του 1999, είχαμε την ευκαιρία να αποδελτιώσουμε, έγγραφο προς έγγραφο, το περιεχόμενο καθενός από τους 6 ογκώδεις υποφακέλους του. Οταν τον ξανακοιτάξαμε για κάποιες λεπτομέρειες, τον Οκτώβριο του 2001, δύο από τους υποφακέλους (ο β' και ο γ') είχαν μυστηριωδώς εξαφανιστεί, χωρίς την παραμικρή ένδειξη για την τύχη τους. Περιλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας του προξενείου Μοναστηρίου κατά τους κρίσιμους μήνες της εξέγερσης του Ιλιντεν. Ενα μικρό -αλλά αποκαλυπτικό- μέρος αυτού του υλικού είχε δημοσιευθεί στο μεσοδιάστημα (το Μάρτιο του 2000) σε μια υποδειγματική συλλογή ντοκουμέντων από τον ερευνητή Γιώργο Πετσίβα.
Να το θεωρήσουμε απλή σύμπτωση;