-
Re: Apospasmata Thread
Πίεσα πολύ τον εαυτό μου να βάλω μόνο ένα quote ακόμα από το συγκεκριμένο. Θα μπορούσα να το βάλω όλο, κάθε μα κάθε πρόταση.
Μένουμε εδώ :
Nateley's mother, a descendant of the New England Thorntons, was a Daugther of the American Revolution. His father was a Son of A Bitch.
-
Re: Apospasmata Thread
..κι έρχονται στιγμές που εκμυστηρεύεσαι πράγματα που σου κοστίζουν πολύ, μόνο και μόνο για να δεις τους άλλους να σε κοιτάνε παράξενα μην καταλαβαίνοντας τίποτα απ'όσα τους είπες ή τον λόγο για τον οποίο τα θεώρησες τόσο σημαντικά που σχεδόν δάκρυσες την ώρα που τα έλεγες.
:|
-
Re: Apospasmata Thread
He stopped talking, and his brother said: "I may have a great many faults,
but one I don't have: I've never dissimulated, and I've said to everyone's face what I thought."
Eduard loved his brother, and his disapproval hurt, so he made an effort to justify himself, and
they began to argue. In the end Eduard said:
"I know you are a straightforward man and that you pride yourself on it. But put one question to
yourself: Why in fact should one tell the truth? What obliges us to do it? And why do we consider
telling the truth to be a virtue? Imagine that you meet a madman, who claims that he is a fish and
that we are all fish. Are you going to argue with him? Are you going to undress in front of him and
show him that you don't have fins? Are you going to say to his face what you think? Well, tell me!"
His brother was silent, and Eduard went on: "If you told him the whole truth and nothing but the
truth, only what you really thought, you would enter into a serious conversation with a madman
and you yourself would become mad. And it is the same way with the world that surrounds us. If I
obstinately told the truth to its face, it would mean that I was taking it seriously. And to take
seriously something so unserious means to lose all one's own seriousness. I have to lie, if I don't
want to take madmen seriously and become a madman myself."
- Milan Kundera, Laughable loves
-
Re: Apospasmata Thread
Από τους Αδερφοφάδες του Καζαντζάκη. (δεύτερο κεφάλαιο)
Μα εκεί που άφουκράζουνταν ο παπα-Γιάνναρος το χωριό να ξυπνάει και ξυπνούσε κι αυτός μαζί του, ακούει εκεί κοντά, από τη μικρή πλατεία του χωριού, την καμπανιστή φωνή του τελάλη του Κυριάκου· καπόιο τρανο μαντάτο θα διαλαλούσε, γιατι οι πόρτες άνοιγαν καταχτυπώντας, κουβέντες και φωνές γρικήθηκαν, το χωριό ξαφνικά αναστατώθηκε. Έστησε τη μαλλιαρή του αυτούκλα ο γέροντας, άκουγε· κι όσο άκουγε, το αίμα του εβραζε. Έδωκε μια δρασκελιά, πετάχτηκε στη μέση του δρόμου. Μια στιγμή σιωπή· πορτοπαράθυρα ανοιγόκλεισαν, γυναίκες σκλήριξαν, ένα σκυλί γάβγισε· κι εύτυς πάλι η φωνή του τελάλη:
- Ε, Ε χριστιανοι, ακούστε! Η Παναγιά έρχεται σήμερα στο χωριό μας· ένας καλόγερος, να 'χουμε την ευκή του, φέρνει από το Άγιον Όρος, σε ασημένια θήκη, την Τιμία Ζώνη της Παρθένας, θα σταθεί στην πλατεία του χωριού, τρεχάτε όλοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, προσκυνήστε!
Ο παπα-Γιάνναρος άρπαξε τα γένια του να τα ξεριζώσει, μια βλαστήμια έπλεε στο στόμα του μα την κατάπιε.
- Παναγιά μου, μουρμούρισε, συχώρεσε με, μα φοβούμαι τους καλόγερους· να 'ναι αλήθεια αυτή η αγία Ζώνη σου, Παρθένα μου;
Είχε σκύψει, χρόνια τώρα, στον Άγιον Όρος, στο Βατοπέδι, και την είχε προσκυνήσει' από καστανό μαλλί, με χρυσές κλωστές υφασμένη, ξεφτίδια από την πολυκαιρία. Η Παναγιά ήταν μια γυναίκα φτωχιά, κι ο Χριστός, όσο ήταν στη γης, φτωχός κι αυτός· πως μπορούσε, το λοιπόν, η Παναγιά να φοράει τόσο ακριβή, χρυσοπλεμένη ζώνη; Μιαν άλλη μέρα, σ' ένα άλλο Μοναστήρι, του είχαν δείξει, μέσα σε χρυσό κουτι, ένα παιδιάτικο κρανίο: «Είναι του Άγιου Κηρύκου» του 'πε ο βηματάρης, ο καλόγερος που κρατούσε τα κλειδιά του σκευοφυλάκιου· ύστερα από λίγες μέρες, σ' ένα άλλο Μοναστήρι, μιαν άλλη, πολύ μεγαλύτερη κάρα: «Του Άγιου Κηρύκου» του 'πε ο βηματάρης. Ο παπα-Γιάνναρος δε βάσταξε: «Μα προχτές μου 'δειξαν μιαν παιδιάτικη κάρα του ίδιου αγίου!
- Ε! έκαμε ο βηματάρης «θα 'ταν όταν ο Άγιος ήταν μικρός!»
Κάτεχε λοιπόν ο παπα-Γιάνναρος τις καλπουζανιές των καλόγερων, κι όταν στο Βατοπέδι προσκύνησε την Τιμία Ζώνη, στράφηκε στο βηματάρη, ένα σεβάσμιο κοιλαρά καλόγερο, και τον ρώτησε εμπιστευτικά: «Να 'χω την ευκή σου, πάτερ άγιε, λες να 'ναι ετούτη αληθινα η Ζώνη τής Παναγιάς;» Κι ο παμπόνηρος καλόγερος χαμογέλασε: «Μην πολυσκαλίζεις, παπα-Γιάνναρε» του αποκρίθηκε· «να κάμει ένα δυο θάματα, κι αν δεν είναι,θα γίνει!»
- Συχώρεσέ με, Παναγιά μου, μουρμούρισε πάλι, μα φοβούμαι τους καλόγερους, δεν τους θέλω!
Ο τελάλης είχε σταθεί να πάρει ανάσα· έκαμε ο παπα-Γιάνναρος να δώσει ακόμα μια δρασκελιά, να ζυγώσει, μα η φωνή πάλι τινάχτηκε· με το ένα πόδι ανάερο, με το αυτί τρουλωμένο, τρεμάμενος όλος, ο παπα-Γιάνναρος άκουγε:
- Ακούστε, ακούστε, χριστιανοι! Όσοι έχετε άρρωστους, όσοι έχετε αρρώστιες, ελάτε! Ο καλόγερος �να 'χουμε την ευκή του!� πήρε από την Παναγιά τη χάρη να γιαίνει την κάθε αρρώστια, είτε από συνεργεία δαιμόνου, είτε από δάγκαμα φιδιού, είτε από κακό μάτι ανθρώπου! Νάτος! νάτος, έφτασε!
Κι αλήθεια, σε λίγο, από την άκρα του δρόμου, καβάλα σε γκρίζο γαϊδουράκι, παχύς, γελαστός, με τα μαλλιά κότσο στο κορφοκέφαλο, ξεσκούφωτος, πρόβαλε ο καλόγερος. Δεξά ζερβά του, φορτωμένα στο γαϊδουράκι, δυο κοφίνια γεμάτα μπουκάλες και ζωτροφές. Πίσω του μια τσούρμα παιδιά, με πρησμένες κοιλιές, με καλαμένια ποδάρια, κι άλλα ακουμπώντας σε δεκανίκια, έτρεχαν παλεύοντας ποιο να πρωταρπάξει ένα κουκί, ένα ρεβύθι, ένα ξερό σκουληκιαιμένο σύκο, που κάπoυ κάπoυ τους πετούσε ο καλόγερος, από τις φαρδιές τσέπες του, και σκούσε στα γέλια.
Έτρεξε ο Κυριάκος, αγκάλιασε όσο μπορούσε το φαρδύ κορμί του καλόγερου και τον βοήθησε να πεζέψει στη μέση της πλατείας. Άντρες, γυναίκες ωστόσο είχαν μαζευτεί και χύθηκαν να φιλήσουν το παχουλό χέρι του Αγιορείτη.
- Έχετε την ευκή μου, παιδιά μου, έλεγε αυτός με βαριά ψαλμουδίστικη φωνή, έχετε την ευκή και της Παναγιάς, φέρτε από τα σπίτια σας ό.τι χάρισμα μπορείτε για την Παρθένα, λεφτά, ψωμί, κρασί, αυγά, τυρί, μαλλί, λάδι, ό.τι έχετε, κι ελάτε να προσκυνήστε.
Κι ως έβλεπε τους κακόμοιρους Καστελιανούς να κοντοστέκουνται, να συλλογούνται τι έχουν να δώσουν στη χάρη της, ο παμπόνηρος, άνοιξε το ράσο του κι έβγαλε ένα μακρύ ασημένιο κουτι που κρατούσε παραμάσκαλα' σταυροκοπήθηκε τρεις φορές, το σήκωσε αψηλά, το γύρισε όλούθε να το καμαρώσουν όλοι.
- Γονατιστέ! πρόσταξε· εδώ μέσα κείτεται η Τιμία Ζώνη της Παρθένας Μαρίας! Τρεχάτε στα σπίτια σας, φέρτε της ό.τι μπορεΐτε, κι ελατέ να προσκυνήστε! Κι ελάτε εδώ �δε μου λέτε, πως τα πάτε με τους αντάρτες;
- Δε βαστούμε πια, πάτερ άγιε, λιώσαμε.
- Σκοτώνετε! Σκοτώνετε! αυτά μου παράγγειλε η Παναγιά να σας πω, σκοτώνετε τους αντάρτες· δεν είναι αυτοί άνθρωποι, είναι σκύλοι!
Σκόρπισε ο λαός να δει τι να βρεί να φέρει, κάθισε ο καλόγερος στο πεζούλι, απέξω από τον καφενέ, που μήνες τώρα ήταν κλειστός �που να βρει ο καφετζής καφέ, ζάχαρη, λουκούμι τουμπεκί για τους ναργελέδες; Κάθισε το λοιπόν ο καλόγερος στο πεζούλι, ξετύλιξε από τον κόρφο του ένα μαντίλι τετράδιπλο, γαλάζο με άσπρες βουλές, και πήρε να σφουγγίζει τον ιδρώτα του. Έβηξε, έφτυσε, σηκώθηκε, διάλεξε από το κοφίνι ένα σύκο που δεν είχε σκουλήκια κι άρχισε να μασουλίζει· έβγαλε και μια μποτίλια, ήπιε κάμποσες ρουφιές ρακή.
- Τι καπνό φουμάρει ο παπάς του χωριού σας; ρώτησε άξαφνα τον Κυριάκο, που στέκουνταν πλάι του, σταυρό τα χέρια, και τον καμάρωνε.
Δεν τον είχε ακόμα αξιώσει ο Θεός να δει ασκητή από το Άγιον Όρος και τώρα δεν αποχόρταινε να βλέπει το αγιασμένο ετούτο ιδρωμένο κορμί και τον κότσο στην κορφή του κεφαλιού και τις φαρδιές αγιορείτικες ποδάρες· κι άνοιγε αχόρταγα τα στενα ρουθούνια του και ρουφούσε την αγιορείτικη ίδρωτίλα.
Βυθισμένος στην έκσταση ετούτη ο Κυριάκος άργησε να δώσει απάντηση. Ο καλόγερος νεύριασε.
- Τι καπνό φουμάρει ο παπάς του χωριού σας, σε ρωτώ για να ξέρω.
Ο Κυριάκος ξεροκατάπιε· κοίταξε γύρα του, μην τον ακούει κανένας, χαμήλωσε τη φωνή:
- Τι να σου πω, πάτερ άγιε; Φόβος και τρόμος· άγριάνθρωπος· δεν κάνει χωριό με κανένα. Ό.τι κι αν πεις, ό.τι κι αν κάμεις, ξινίζει τα μούτρα του, δεν του αρέσει· ό.τι πει αυτός! Λες και κρατάει το Θεό από τα γένια. Άγιος άνθρωπος, μα άνυπόφωρος έχε το νου σου, πάτερ άγιε!
Ο καλόγερος έξυσε το κεφάλι:
- Το καλύτερο, το λοιπόν, είπε ύστερα από συλλογή, να μην έχω νταραβέρια μαζί του· να κάμω γρήγορα τη δουλειά μου και να φύγω.
Ακούμπησε στον τοίχο του καφενέ, αναστέναξε:
- Κουράστηκα, αδερφέ μου... πως σε λένε;
- Κυριάκο' είμαι ο τελάλης του χωριού κι αφήνω τα μαλλιά μου για να γίνω παπάς.
- Κουράστηκα, αδερφέ μου Κυριάκο· έργο βαρύ μου μπιστεύτηκε η χάρη της· τρεις μήνες περιφέρω, χώρες και χωριά, την άγια Ζώνη της, κατάντησα, κοίτα, πετσί και κόκαλο, έλιωσα... είπε κι έδειξε τις κοιλιές του και τά διπλά προγούλια.
Έκαμε το σταυρό του, έκλεισε τα μάτια.
- Ας τον πάρω, είπε, μια στάλα· ωσότου έρθουν οι χριστιανοι να προσκυνήσουν. Έχε το νου σου, Κυριάκο παιδί μου, να μη ζυγώσει κανένας στα κοφίνια.
Κουκούβισε ο Κυριάκος στα πόδια του, δεν του 'κανε καρδιά ν' αποχωριστεί από τον άγιο ετούτον αποσταλμένο του Θεού.
Μα εκεί που ρουφούσε τη μακαριότητα και την ένιωθε να μπαίνει μέσα του από τα μάτια, από τα ρουθούνια, από τ' αυτίά του �γιατι ο καλόγερος είχε αρχίσει τώρα να ροχαλίζει� τινάχτηκε απάνω ξαφνιασμένος· ο παπα-Γιάνναρος στέκουνταν μπροστά του και τα φρύδια του ανεβοκατέβαιναν αναχεντρωμένα.
- Πολύ άσκημα, θαρρώ, ακονίζεσαι για παπάς, Κυριάκο, του πέταξε με θυμό· τι μου τον κουβάλησες ετούτον στο χωριό;
Εγώ; έκαμε ο κακόμοιρος ο Κυριάκος· ήρθε μοναχός του, γέροντα μου.
- Μα η αφεντιά σου μου τον τελαλίζεις!
Έδωκε μια με την πατερίτσα του, σκούντηξε τις αγιορείτικες ποδάρες.
- Ε πάτερ άγιε, έχω ένα λόγο να σου πω, ξύπνα! Άνοιξε ο καλόγερος τ' αυγουλωτά του μάτια, είδε τον παπά, κατάλαβε.
- Γέροντα μου, είπε, καλώς σε βρήκα.
- Τι γυρεύεις εδώ στο χωριό μου;
- Μ' έφερε η χάρη της, αποκρίθηκε ο καλόγερος κι έδειξε το ασημένιο κουτι. Εγώ πάω όπου αυτή με πάει.
- Η χάρη της μ' έπεψε και μένα να σου πω: φεύγα! Πάρε το κουτι, τα κοφίνια σου, το γαϊδουράκι, τα γιατροσόφια σου, φεύγα!
- Η Παναγιά Παρθένα...
- Σώπα! Μη μαγαρίζεις το άγιο τ' όνομα της Μάνας του Θεού. Να σ' έστελνε η χάρη της, θα σε φόρτωνε από το Άγιον Όρος σιτάρι και λάδι και ρουχική, ό.τι περισσεύει από τους καλόγερους, να 'ρθεις εδώ να τα μοιράσεις στο λαό της που γυρίζει γυμνός και ξυπόλυτος και πεθαίνει της πείνας. Όχι να θες να βγάλεις από το το στόμα τους και μια μπουκιά ψωμί που τους απομένει... Σώπα, σου λέω! Έκαμα κι εγώ Αγιορείτης, έμαθα τα μυστικά σας, υποκριτές, τεμπελχανάδες, αγιογδύτες!
Τον έπιασε από το μπράτσο.
- Και τι 'ναι τα λόγια που ξεστομίζεις, δε μου λες; Σκοτώνετε! Σκοτώνετε! Αυτά σου παράγγειλε η Παρθένα; Γι αυτο, το λοιπόν, μπήκε σήμερα στην Ιερουσαλήμ ο Γιος της, να σταυρωθεί; Ιούδα! Ως πότε, μωρέ, θά προδίνεις το Χριστο;
Είχε σκύψει απάνω του και του μιλούσε κι έτρεμε μανιασμένος.
- Ιούδα! Ιούδα!
Μιλούσε ακόμα, κι ο λαός είχε ξαναρχίσει να μαζεύεται, ξεσκούφωτος, αμίλητος, με τα μάτια στυλωμένα με τρόμο στο ασημένιο κουτι απάνω στο πατάρι. Καθένας κρατούσε στα χέρια του ή μέσα στο σκούφο του ένα κρεμμύδι ή μια φούχτα σιτάρι ή λίγο μαλλί από το πρόβατο του, ό.τι είχε, να το χαρίσει στην Παναγιά. Μια γυναίκα δεν είχε τίποτα, είχε βγάλει την μπολίδα της να τη δώσει· ένας γέρος, μιαν παλιάν αντίκα που 'χε βρει μια μέρα σκάβοντας στο χωράφι του.
Στράφηκε ο παπα-Γιάνναρος, κοίταξε το λαό, η καρδιά του σφίχτηκε.
- Παιδιά μου, είπε, προσκυνήστε την αγία Ζώνη, μα μη δώστε μήτε ένα σπειρί σιτάρι στον καλόγερο· φτωχοι είστε, πεινάτε, πεινούν τα παιδιά σας, κι η Παναγιά δεν έχει ανάγκη από χαρίσματα. Αυτή να σας πάρει; Θεός φυλάξει! αυτή να σας δώσει! Γιατι τη λένε Μάνα της Χριστιανοσύνης; Μπορεί να βλέπει τα παιδιά της να πεινούνε και να μην απλώνει το σπλαχνικό χέρι της να τους δώσει μια φέτα ψωμί; Και να τώρα ο άγαθός ετούτος άνθρωπος που ήρθε στο χωριό μας να γεμίσει τα κοφίνια του και να φύγει, είδε τη φτώχεια μας, είδε τα παιδιά που έτρεχαν πίσω του λιμασμένα κι η καρδιά του πόνεσε. Δούλος, μαθές, πιστός δεν είναι της Παναγιάς; Δεν κάθεται η Παναγιά μέσα στην καρδιά του; Τι ανάγκη έχει αυτός από φαγιά και καλοπέραση; Από χρόνια έχει καταφρονέσει τ' αγαθά του μάταιου κόσμου και πήγε στο Άγιον Όρος ν' αγιάσει... Πόνεσε το λοιπόν στη συφορά μας και πήρε την απόφαση �ο Θεός να τον έχει καλά! �να σας μοιράσει ό.τι ως τώρα μάζεψε από τα χωριά που πέρασε και· βρίσκεται στα κοφίνια του!
Ν' ακούσει ο λαός τα λόγια ετούτα έσυρε φωνή κι οι γυναίκες έβαλαν τα κλάματα· χύθηκαν όλοι στον καλόγερο, του άρπαζαν το χέρι και το φιλούσαν κι έκλαιγαν. Κι ο καλόγερος είχε γίνει κατακόκκινος, έβραζε μέσα του, βλαστημούσε το διαολόπαπα που του 'παιξε ένα τέτοιο παιχνίδι και τον λήστεψε. Μα τι μπορούσε πια να κάμει; ντρέπουνταν, όχι, δεν ντρέπουνταν, φοβόταν ν' αρνηθεί, είχαν κιόλα μαζωχτεί τα παιδιά γύρα από το γαϊδουράκι και χοροπηδούσαν, είχαν κολλήσει τη μύτη τους στα κοφίνια, όσμίζουνταν τη μυρωδιά από τα σύκα κι έτρεχαν τα σάλια τους.
- Ας έρθουν δυο, πρόσταξε ο παπα-Γιάνναρος, να ξεφορτώσουν το γαϊδουράκι, να φέρουν έξω τα κοφίνια, κι ο άγιος ετούτος άνθρωπος �ο Θεός τον έφερε!� θα σας τα μοιράσει. Μα πρώτα προσκυνήστε την άγια Ζώνη!
Δεν είχε προφτάσει να το πει, και τα κοφίνια είχαν κιόλα ξεφορτωθεί, άπλωναν οι γυναίκες τις ποδιές τους κι οι άντρες τους σκούφους και τα μαντίλια, τους και τα παιδιά έχωναν τα χεράκια τους στα κοφίνια.
- Ησυχία... ησυχία... παράγγελνε ο παπα-Γιάνναρος κι έλαμπε το πρόσωπο του ευχαριστημένο, πρώτα να προσκυνήστε και να ευχαριστήστε την Παναγιά, που σας στέλνει τον άγιο ετούτον άνθρωπο και τα κοφίνια του!
Ο καλόγερος ορθός αγκομαχούσε, ίδρωνε και ξέδρωνε και του 'ρχουνταν να κρεπάρει· κάπoυ κάπoυ έριχνε φαρμακερή ματιά στο διαολόπαπα· αχ, να μπορούσε να τον αρπάξει από τα γένια, να του τα ξεριζώσει, τρίχα τρίχα! Μια στιγμή τον ζύγωσε, έσκυψε στο αυτί του:
- Μ' έφαες, αγιογδύτη! έγρουξε, κι η αναπνοή του έκαψε τα μελίγγια του παπα-Γιάνναρου.
Ο παπα-Γιάνναρος χαμογέλασε:
- Ναι, έχεις δίκιο, πάτερ άγιε, έκαμε δυνατά, να τον ακούσει ο λαός, δεν υπάρχει χαρά μεγαλύτερη από του να δίνεις ψωμί στους πεινασμένους, θα μνημονέψω τ' όνομά σου απόψε στην Άγια Τράπεζα. Μα, αλήθεια, πως σε λένε, πάτερ άγιε;
Μα ο καλόγερος έγρουξε μανιασμένος, άρπαξε το ασημένιο κουτι, το άνοιξε βαριεστισμένος, φάνηκε όλο ξεσκλίδια, από καστανό μαλλί και χρυσά νήματα, η Τιμία Ζώνη.
- Προσκυνήστε! έκαμε με ξερή φωνή, σα να 'λεγε: «Ξεκουμπιστείτε!»
Έσκυψε ο λαός, προσκύνησε το άγιο λείψανο, ο ένας πίσω από τον άλλο, γρήγορα γρήγορα, βιάζουνταν ένιωθαν πίσω τους τα κοφίνια και λαχτάριζαν να τελέψει το προσκύνημα και ν' αρχίσει η μοιρασιά.
Ξεθεωμένος, καταγαναχτισμένος, σωριάστηκε ο καλόγερος στο πεζούλι, του 'βαλαν ανάμεσα στα σκέλια του το ένα κοφίνι, ύστερα το άλλο, και στέκουνταν από πάνω ο παπάς να κρατάει την τάξη' ζύγωνε ένας ένας, άπλωνε το σκούφο του, την ποδιά του, τις φούχτες, έχωνε ο καλόγερος στο κοφίνι τις χερούκλες και μοίραζε μουρμουρίζοντας, μουθουνίζοντας, κρυφά βλαστημώντας.
- Ανάθεμα σε, διαολόπαπα... ανάθεμα σε, διαολόπαπα... κρυφοβλαστημούσε και μοίραζε το βίος του.
- Μη φωνάζετε, παιδιά, έλεγε ο παπα-Γιάνναρος, ο άγιος του Θεού προσεύχεται...
Έπαιρνε καθένας το μερτικό του, φιλούσε το χέρι του καλόγερου κι έφευγε τρεχαπετάμενος για το φτωχικό του.
- Τι χαρές θα κάνει ή Παναγιά, έλεγε και ξανάλεγε ο παπα-Γιάνναρος, να βλέπει το λαό της να της αδειάζει τα κοφίνια! Τι λες και του λόγου σου, πάτερ άγιε;
Μα ο πάτερ άγιος δε βάσταξε πια, άρπαξε τα κοφίνια, τ' αναποδογύρισε απάνω στις πέτρες και γύρισε πέρα το κεφάλι να μη βλέπει το βίος του να χάνεται...
Έπεσε ο λαός απάνω στους δυο σωρούς, κι ως να πεις Κύριε, ελέηοον! τα 'καμε πάστρα.
Ο καλόγερος πήρε από χάμω ένα σύκο, το μασούσε με λύσσα και το 'φτυνε.
- Κυριάκο, πρόσταξε ο παπάς, πάρε τα κοφίνια, φόρτωσε τα στο γαϊδουράκι και βοήθησε και τον άγιον άνθρωπο να καβαλήσει. Έκαμε εδώ το χρέος του, ας είναι καλά, ας πάει παραπέρα!
«Αχ, να μπορούσαν τα μάτια να σκοτώνουν' συλλογίστηκε ο καλόγερος «θα σ' έκανα χίλια κομμάτια, ταυραμπά!» Ζύγωσε ο Κυριάκος το γαϊδουράκι στο πεζούλι, άγκάλιασε πάλι, όσο μπορούσε, το τρίπαχο κορμί του καλόγερου και τον θρόνιασε ανάμεσα στα δυο αδειανα κοφίνια.
- Στο καλό! Στο καλό, πάτερ άγιε! του ευχήθηκε ο παπα-Γιάνναρος. Να μας γράφεις!
Μα αυτός έβραζε από μέσα του, σπιρούνισε άγρια με τις αγιορείτικες ποδάρες του το γαϊδουράκι και, δίχως πίσω να στραφεί, πήρε δρόμο. Σαν πια βγήκε έξω στα χωράφια και κανένας δεν τον έβλεπε, στράφηκε κι έδωκε δυο μούντζες στο χωριό.
-
Re: Apospasmata Thread
Φύγαμε και μας έριξαν από πίσω. Μας ντουφέκισαν μέσα απ’ το σπίτι. Γύρισα ξαφνιασμένος και είδα τον άντρα στην πόρτα να μας τινάζει μια χειροβομβίδα. Έπεσα χάμω κι άρχισα να κυλάω τον κατήφορο. Η χειροβομβίδα έσκασε σηκώνοντας καλαμιές στον αέρα. Βρήκα ένα τούμπι και καλύφτηκα. Μόλις καταλάγιασε η έκρηξη, ο άντρας πετάχτη όξω απ’ τη μάντρα. Πίσω του βγήκαν και τα δυο παιδιά με τις αραβίδες στο χέρι. Πήραν τον κατήφορο κατά κει που ’σκασε η χειροβομβίδα. Τους έφερα στην μπούκα μου και τράβηξα. Ο άντρας κοντοστάθη, σήκωσε τα χέρια σα να μην το περίμενε κι έπεσε μπρούμυτα. Δίπλα του έπεσε και το 'να παιδί. Το άλλο γύρισε να φύγει λαφιασμένο. Του έριξα και το κράτησα. Σηκώθηκα ορθός και τους ξανάριξα. Στάθηκα λίγο να ανασάνω. Τους είδα έτσι ξαπλωταριά καλά καλά κι ένιωσα μια άγρια μοναξιά να ξεπηδάει από μέσα μου. Τινάχτηκα τρέχοντας και τράβηξα μια κλοτσιά με λύσσα στο κεφάλι του άντρα. Κι αμέσως έκλαψα. Πριν λίγο μας είχε ποτίσει νερό που να τον πάρει ο διάβολος.
-Η κάθοδος των εννιά.
-
Βλαδίμηρος
Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκης - Σύννεφο με παντελόνια
(σε δική μου μετάφραση. και του ρίτσου δεν είναι κακή, βέβαια, αλλά τη θεωρώ ελαφρώς ξεπερασμένη. ευχαριστώ τον μπρο για την ψυχι(ατρι)κή και γλωσσολογική υποστήριξη και τον ίσκρα που με βοήθησε να συνδέσω το κλασικό αυτό αριστούργημα με τη σύγχρονη καλλιτεχνική σκηνή της ρωσίας, δηλαδή τον πίτερ νάλιτς.)
Πρόλογος
Τη σκέψη σας
που απλώνεται στο νερουλό σας μυαλό
σα χοντρός κεφτεδάκος λακές που αράζει σε λιγδιασμένο καναπέ
θα την καφρίζω όσο γουστάρω.
Εγώ δεν έχω καμιά παππουδίστικη στοργή μέσα μου
ούτε γκρίζες τρίχες στην ψυχή μου.
Κάνοντας γκριμάτσες και ταρακουνώντας τον κόσμο με τη φωνή μου
σας γράφω - κούκλος,
22χρονος.
Gay french poets
τραγουδάτε την αγάπη σας με βιολιά.
Οι μάγκες παίζετε την αγάπη στα τύμπανα.
Αλλά μπορείτε σεις να γυρίσετε το μέσα έξω σαν εμένα
και να γίνετε ολόκληροι 2 χείλη;
[..]
Μέρος 1ο
Νομίζετε πως μ' έχει βαρέσει η μαλακία;
Έγινε, λέμε.
Έγινε, στην Οδησσό.
"Θα 'ρθω στις 4" είπε η Μαρία.
Οκτώ...
Εννιά...
Δέκα.
[..]
Γαμώ το σπιτάκι σου!
Δε φτάνει;
Σε λίγο θα σκιστεί ο λαιμός μου απ' τις κραβιές.
[..]
Μπήκες
απότομα σαν ένα "πάρτα!"
Κι είπες
"Που λες
παντρεύομαι σε λιγάκι."
Ε, ξερωγώ, παντρέψου.
Τι να κάνουμε.
Θα το αντέξω.
Δες, είμαι ήρεμος.
Σα σφυγμός πτώματος.
[..]
Επ!
Κύριος!
Κόφτεστε για ιεροσυλίες
εγκλήματα
πολέμους.
Αλλά έχετε δει
τον απόλυτο τρόμο
στο πρόσωπό μου
όταν είναι ήρεμο;
[..]
Μυρίζει.
Κάτι καίγεται.
Σκάει η πυροσβεστική
με γυαλιστερά κράνη
και χώνονται στην ψύχρα.
Ρε, πείτε στους πυροσβέστες:
όχι παπούτσια!
Με τις καρδιές που τηγανίζονται πρέπει να ναι κανείς προσεκτικός.
Θα το κάνω μόνος μου!
Θα αδειάσω τα υγρά μου μάτια σε κουβάδες.
Μισό να βγάλω τα παΐδια μου κι έρχομαι.
Θα πηδήξω! Θα πηδήξω! Δεν μπορείτε να με σταματήσετε!
[..]
Τουλάχιστον θα βγάλεις κάνα βογγητό
ν' ακουστεί στους αιώνες ότι καίγομαι, γαμώτο;
Μέρος 2ο
I RULE.
Τους Ειδικούς τους έχω άνετα.
Και για ό,τι έχει γίνει
γω λέω ΜΗΔΕΝ.
[..]
Εμείς,
οι φυλακισμένοι λεπροί
είμαστε πιο αγνοί απ' τις γαλάζιες θάλασσες της Βενετίας
που τις ξεπλένει ο ήλιος.
Σκατά στα μουτράκια
του Ομηρου και του Οβίδιου
που δε γράψαν για καμένους
σαν εμάς.
Και στάνταρ ο ήλιος θα ξεθώριαζε
αν μπορούσε να δει τα χρυσά περιβόλια της ψυχής μας.
[..]
Γελάνε μαζί μου
τα σύγχρονα πιθήκια.
Αλλά γω βλέπω να ρχεται πέρα απ' τις οροσειρές του χρόνου
Αυτός, που οι άλλοι δε βλέπουν.
[..]
Κι όταν θα βγείτε να υποδεχθείτε το σωτήρα
εγώ θα τραβήξω την ψυχή μου έξω
και θα την ποδοπατήσω
όσο πάει
και θα σας τη δώσω, ματωμένη, για σημαία.
[..]
Μέρος 3ο
Βγάλτε τα χέρια απ' τις τσέπες, αλάνια
πιάστε καμιά μπόμπα, καμιά πέτρα, κάνα κέρατο
κι αν κάποιος δεν έχει τίποτα
ας ρίξει κάνα κουτουλίδι!
[..]
Μέρος 4ο
Μαρία! Μαρία!
Άνοιξε βρε Μαράκι!
[..]
Μην τρομάζεις, παιδί μου!
Βλέπεις, αυτές τις γυναίκες
που κρέμονται απ' το λαιμό μου σα βουνά
σε όλη μου τη ζωή τις κουβαλάω
Κάνα μύριο τεράστιες, ιδανικές, αγνές αγάπες
και μερικά φανταστικομμύρια βρωμερές, σιχαμένες αγαπούλες.
[..]
Μαρία!
Ένας ποιητής τραγουδά ωδές όλη μέρα
αλλά γω
φτιαγμένος από σάρκα
άνθρωπος
ζητάω το κορμί σου
όπως οι χριστιανοί προσεύχονται
"δοςημίνκλπ"
Δώστο μου, ρε Μαρία!
[..]
Μαρία!
Πίτα;
Πίτα!
Χα!
Οπότε, λυπημένος, ένα με το χώμα
για ακόμα μια φορά
θα κουβαλήσω
τη λεκιασμένη απ' τα δάκρυα καρδιά μου
σα σκυλί
που κουτσαίνοντας
κουβαλά στο στόμα το πόδι
που το τραίνο του πάτησε.
[..]
Κι όταν φάω τα ψωμιά μου τελικά
εκατομμύρια κηλίδες αίματος θα απλωθούν
στο δρόμο για τη Βασιλεία του Θεού μου.
Θα σκαρφαλώσω έξω
Βρωμερός (στους υπονόμους όλη νύχτα)
και θα ψιθυρίσω στο αυτί του
καθώς θα στέκομαι δίπλα του
"Κύριε Θεέ, ακούστε!
Δεν είναι boring boring boring
να χώνετε τα μεγαλόψυχα μάτια σας στα σύννεφα
κάθε μέρα, κάθε βράδυ;
Δεν κάνουμε καλύτερα
κάνα παρτάκι
πάνω στο δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού!
Πανταχού παρών, θα στε παντού γύρω μας!
Θα πιούμε κάνα κρασάκι να κάνουμε κέφι
κι ο Άγιος Πέτρος που μια ζωή είναι βλοσυρός
θα κάνει μπρεϊκντάνσινγκ.
Θα φέρουμε όλες τις Εύες πίσω στην Εδέμ:
Πείτε
και θα πάω!
θα μαζέψω απ' τους δρόμους όσα όμορφα ΜΟΥΝΑΚΙΑ χρειαζόμαστε
και θα τα κουβαλήσω εδωπέρα!
OK DROPZ?
Μπα;
Κουνάτε το κεφάλι σας;
Σμίγετε τα φρύδια σα να στε μάγκας;
Νομίζετε πραγματικά
που τούτος δω ο φτερωτός σαχάμου
ξέρει τι πα να πει αγάπη;
[..]
Γω νόμιζα πως ήσασταν ο Σπουδαίος Θεός, ο Μεγαλοδύναμος
αλλά σεις δεν είστε παρά ένα ειδωλάκι, ένας κόπανος με γραβάτα
Σκύβω ήδη να πιάσω το κέρατο
που χω κρυμμένο στα σταράκια μου.
Ψιτ, φτερωτοί καραγκιόζηδες!
Βάλτε το στα πόδια!
Τινάχτε τα φτερά σας, ρουφιάνοι!
Έτσι όπως βρωμοκοπάτε λιβάνι, θα σας ανοίξω στα δυο
από δω μέχρι την Αλάσκα.
Αφήστε με να φύγω!
Δε θα με σταματήσετε!
Είτε έχω δίκιο είτε άδικο
δε δίνω μία
δε θα ηρεμήσω.
Κοιτάξτε -
τ' αστέρια αποκεφαλίζονταν όλη νύχτα
κι ο ουρανός γέμισε πάλι αίματα.
Ψιτ,
Παράδεισε!
Να βγάζεις το καπέλο
όταν περνάω.
Ησυχία.
Το σύμπαν κοιμάται,
με το πατουσάκι του
κάτω απ' το το μαύρο, κατατσιμπημένο απ' τ' αστέρια αυτί του.
-
Re: Apospasmata Thread
:shock: :pink: σε ολους τους συντελεστες
-
Re: Apospasmata Thread
καλά που έχουμε κι εσένα βρε πινατέρο.=*
-
Re: Apospasmata Thread
και γω το διάβασα πάντως, δεν πήγε χαμένος ο κόπος
που απλώνεται
στο νερουλό σου μυαλό.
-
Re: Apospasmata Thread
Σις, τωρα το ειδα. νομιζα οτι θα το μετεφραζες για μυστηριωδεις δικους σου σκοποι, και οχι για να το ποσταρεις οποτε δεν το ψαξα.
Τα πινκς μετριωνεται σε γκαζιλλιονς.
τιποτε αλλο.
-
Re: Apospasmata Thread
όντως για μυστηριωδεις δικους μου σκοποι το μετέφραζα (για τον εξής ένα λόγο κυρίως: δε μ' έπαιρνε ο ύπνος), αλλά είπα να μοιραστώ το έργο τούτο με την Ανθρωπότητα.
ελπίζω να αρχίσει να με παίρνει ο ύπνος νωρίτερα, αλλιώς τα αποτελέσματα για τον ανθρώπινο πολιτισμό θα είναι καταστροφικά.
-
Re: Apospasmata Thread
ξερεις και ξερω οτι δεν υπαρχει Σωτηρια. Free League ou!!!
-
Re: Apospasmata Thread
μπορω να σε βοηθησω να σε παιρνει ο υπνος
-
Re: Apospasmata Thread
-
Re: Apospasmata Thread