Οι Γερμανοί Kin Ping Meh δημιουργήθηκαν το 1970 στο Mannheim.Αρχικά ονομάζονταν Take Five και έπαιζαν sixties beat. Ύστερα από δυο singles, κυκλοφόρησαν το ομώνυμο ντεμπούτο τους τον Δεκέμβριο του 1971. Πριν πούμε ο,τιδήποτε σχετικά με το “Kin Ping Meh”, ας σημειωθεί ότι δανείστηκαν το όνομά τους από μια κινέζικη νουβέλα του 16ου αιώνα μ.Χ η οποία περιγράφει τα κοινωνικά ήθη της εποχής και ότι επί λέξει σημαίνει «χρυσό βάζο με άνθη δαμασκηνιάς».
Μάλλον αυτός είναι ο κορυφαίος μη-kraut γερμανικός δίσκος στα seventies. Λέγοντας μη kraut εννοώ την απουσία του τευτονικού στοιχείου και αντ’ αυτού την blues υποστήριξη του rock. Παρόλα αυτά, δύσκολα θα περνούσε ο δίσκος αυτός για τέτοιος αγγλικού ή αμερικάνικου group. Και δεν εννοώ τα φωνητικά τα οποία δεν έχουν καθόλου γερμανική προφορά…όλως περιέργως. Απλά ακούγοντας στενότερα το album καταλαβαίνει κανείς ότι διατρέχεται από μια θλίψη και μελαγχολία που δύσκολα τη συναντάς στα αγγλοαμερικανικά συγκροτήματα του σιναφιού. Εν τούτοις το album ξεκινάει με το σχεδόν δεκάλεπτο “Fairy Tales” που μοιάζει με τους Santana να διασκευάζουν Neu! Πρόκειται για ένα αυτοσχεδιαστικό μοτορικό latin rock κομμάτι με πολλά πλήκτρα και ένα ενθουσιώδη ρυθμό…και φυσικά ξεχωρίζει σαν τη μύγα μεσ’ το γάλα. Διότι το αμέσως επόμενο “Sometime” είναι μια σπάνια, βελούδινη ευρωπαϊκή μπαλάντα με δραματικό τόνο και συγκλονιστική ερμηνεία. Με το “Don’t You Know” αρχίζουν τα δύσκολα. Ένα οκτάλεπτο αντιπολεμικό, σοβαρά hippie κομμάτι γεμάτο αλλαγές και ρυθμικές ανατροπές που σπάει στη μέση μέσω ενός sampler ριπών πολυβόλων. Περιέχει το σημαντικό στίχο “don’t you know that we need each other” εν είδει κρεσέντου. Οπωσδήποτε το κομμάτι φλερτάρει με το progressive rock δίχως να θυμίζει κάτι συγκεκριμένο, ίσως Traffic στο πιο rock τους, ίσως Spooky Tooth στο πιο γερμανικό. Ακολουθεί μια ανάλαφρη στιγμή με το “Too Many People” που με τις φυσαρμόνικες και το λιτό στήσιμό του μου θυμίζει Crosby, Stills, Nash and Young και Βuffalo Springfield, αλλά περισσότερο με διάλειμμα μοιάζει και ευχάριστη ανάπαυλα από τους καταιγιστικούς ρυθμούς του δίσκου. Οι στίχοι βέβαια εναρμονίζονται στο κριτικό πνεύμα της εποχής και ίσως να είναι ανώτεροι από τη μουσική επένδυσή τους…κάτι που μόνο ο Dylan κατάφερνε εκείνες τις εποχές.
Το “Drugsen’s Trip” ενδέχεται να είναι η κορυφαία στιγμή του album. Ξεκινάει κάπως σαν το “Tomorrow Night” των Atomic Rooster (σ.σ: αν μη τι άλλο, οι Kin Ping Meh ήξεραν να διαλέγουν ακούσματα) και στην πορεία του απλά ξεφεύγει…φέρνει κάπως στα πιο μελωδικά των Mountain, ειδικά το “Nantucket Sleighride” αλλά πραγματικά το τραγούδι είναι ένα ταξίδι και δεν περιγράφεται εύκολα. Ένα ονειρικό, φαντασμένο χάσιμο εξαντλεί όλα τα στακάτα rock riffs που προηγήθηκαν, αλλά και ακολουθούν σε ένα κομμάτι μουσικής με σκαμπανεβάσματα και εκπλήξεις. Μια από τις πιο συναισθηματικές και ατμοσφαιρικές μελωδίες των seventies χτίζεται αργά αργά μέσα στο “Drugsen’s Trip” που κατά την εκτίμησή μου αποτελεί το απώγειο του δίσκου. Άλλη μια μπαλάντα το “My Dove” με τον εκπληκτικό στίχο “it died of grieving”. O σπαραξικάρδιος χαρακτήρας της, καθόλου φτηνός ή μελό, συγκλονίζει τον ακροατή ειδικά όταν δεν ξέρει τί τον περιμένει, ακούγοντας το εν λόγω album, και υποδεικνύει ένα συγκρότημα σε πλήρη έμπνευση και συνθετική δύναμη, καθώς ειδικά το “My Dove” περιέχει το πιο ψυχεδελικό, κιθαριστικό τους ξέσπασμα. Άλλο ένα βέλος γητειάς στη φαρέτρα του group…έτσι απλά.
Το κλίμα αλλάζει πάλι με το “Everything” που επαναφέρει το “Fairy Tales” και το στυλ του Santana. Up tempo και χορευτικό ανεβάζει τη διάθεση με το κύμα αισιοδοξίας του, αλλά μόνον εκ πρώτης όψεως, αφού για άλλη μια φορά οι στίχοι είναι κριτικοί και γδέρνουν. Ίσως να είναι εσκεμμένο αυτό εκ μέρους του συγκροτήματος, να συνδυάζει δηλαδή αρνητικούς στίχους με θετική μουσική, σίγουρα όμως συνεισφέρει στη μαγεία του δίσκου. Ούτε όμως το “Everything” είναι η εντύπωση που σου δίνει. Από τη μέση και πέρα χάνεται σε μια ψυχεδελική blues αναζήτηση για να καταλήξει στο αρχέγονο hard rock των Spooky Tooth! Kαι το album κλείνει με το “My Future”, μια έρρυθμη ελεγεία όπου τα πλήκτρα άγουν τη θερμή μελωδία του. Ιδανικό τελείωμα για έναν τόσο τολμηρό στον πυρήνα του και άρτιο στην εκτέλεσή του δίσκο που δυστυχώς όσο και αν ήθελε να απομνημειώσει την εποχή τους, υπήρξε πολύ προοδευτικός ως αποτέλεσμα και ευρηματικός ως πρόθεση για τα γούστα του κοινού.
Η αρχική του εκτύπωση αφορούσε μόλις 5000 αντίτυπα από την γερμανική Polydor και σήμερα αποτελεί συλλεκτικό απόκτημα. Είχα την τύχη να το πιάσω μια φορά στα χέρια μου όταν δούλευα σε second hand δισκάδικο στη Γερμανία, εκεί το άκουσα για πρώτη φορά. Φυσικά η τσέπη μου δεν άντεχε τα 250 DM οπότε το απέκτησα στην μοναδική επανέκδοσή του σε CD από την Repertoire, μαζί με όλα τα singles τους πριν και μετά τον δίσκο έως το “No.2”, τρία εν συνόλω (σ.σ: από αυτά το “Every Day” θα μπορούσε άνετα να έχει χωρέσει στο ντεμπούτο τους).
Οι Kin Ping Meh συνέχισαν ως το 1977 κυκλοφορώντας αρκετούς δίσκους εκ των οποίων προσωπικά θα συνιστούσα μόνο τον δεύτερο, “No.2”, για τον οποίο κάτι πρόκειται να γράψω. Δυστυχώς από κει και πέρα υιοθετούν ένα σκάρτο αμερικανιζέ brass rock με soul φωνητικά στυλ που με αφήνει παγερά αδιάφορο αλλά και απάδει στα δυο πρώτα εκπληκτικά albums τους και συλλήβδην στην πρώτη φάση τους, καθώς είχαν συνθέσει μουσική για ντοκυμαντέρ και τηλεοπτικές σειρές του ZDF…