ντάξ.φάσι.γαμώ.σκατά.μηδέν.κόπρανα.αλλοτρίωση.τέλμα.ρέμα.πελιδνός.νάρκη.ζαλούρα.γαμώ.ωκυτοκία
Printable View
ντάξ.φάσι.γαμώ.σκατά.μηδέν.κόπρανα.αλλοτρίωση.τέλμα.ρέμα.πελιδνός.νάρκη.ζαλούρα.γαμώ.ωκυτοκία
μηδέν ηθικό.
IT was the night before Christmas, in that haunted house
Every creature was stirring, all moving about,
The bait was hung by the chimney with care,
In hungered hopes that Santa soon would be there,
The humans were nestled, all snug in their beds,
The problem, of course, was that they were dead,
When out on the lawn there arose such a clatter,
I sprang from my bed to see what was the matter,
Away to the window I flew like a flash,
Tore open the shutters and threw up the sash,
The moon on the beast of the new fallen blood,
Gave the luster of crimson to tracks in the mud
When, what to my wondering eyes should appear,
Shapes stumbling towards me, though not yet quite clear,
I ran to the basement to find hammer and nails,
When with a crash, I heard a whistle and yell,
"Now, Dasher! Now, Dancer! Now, Prancer and Vixen!
On, Comet! On, Cupid! On, Donder and Blitzen!
To the end of the porch! To the door through the wall!
Now eat away! Eat away! Eat away all!
And then, in a twinkling, I heard in the hall,
The prancing and pawing of each little claw
As I looked up the stairs, and was turning around,
Down the chimney a monster came with a bound.
I furiously worked to board up the door,
But too many fingers at the wood tore,
A wink of their eyes and a twist of their heads,
Gave me to know I soon would be dead;
Suffice it to say, I have joined them all,
To shamble around in the Christmas snow fall
Now hear me exclaim, as I saunter out of sight,
"Merry Christmas to all, and to all a good-bite!"
:D
Hunted ti einai auto pou egrapses? Pws ton lene kai posa biblia exei k pou ta briskw?
People abuse you everyday. They butt into your life, take a cheap shot at you and then disappear. They leer at you from tall buildings and make you feel small. They make flippant comments from buses that imply you're not sexy enough and that all the fun is happening somewhere else. They're on TV making your girlfriend feel inadequate. They have access to the most sophisticated technology the world has ever seen and they bully you with it. They are The Advertisers and they are laughing at you.
However you are forbidden to touch them. Trademarks, intellectual property rights and copyright law mean advertisers can say whatever they like wherever they like with impunity.
Screw that. Any advert in public space that gives you no choice whether you see it or not is yours. It's yours to take, re-arrange and re-use. You can do whatever you like with it. Asking for permission is like asking to keep the rock someone just threw at your head.
You owe the companies nothing. You especially don't owe them any courtesy. They have re-arranged the world to put themselves in front of you. They never asked for your permission, don't even start asking for theirs.
Banksy, wall and piece.
το πρώτο μέρος όμως δεν έχει και πολύ νόημα. γιατί να σε ενοχλήσει η στάση τους? στ' @@ για τα εκάστοτε "προτυπα"
Τολμω να μαντεψω οτι το αναφερει για να δειξει ποσο ενοχλητικο γινεται οντας ρηχο.
Αν εννοεις οτι καποιος που δεν τον ενδιαφερουν τα προτυπα δε δινει μια
για το αν θα τα βλεπει μπροστα του παντου, θα μπορουσα και να διαφωνησω΄ καθως νομιζω πως ειναι μονοτονο κι ενοχλητικο, οσο αδιαφορος και μετριοπαθης κι αν εισαι.
Quote:
Η Μέρα των Μουσάτων Αδέσποτων Γέρων
Ήταν η μέρα των μουσάτων αδέσποτων γέρων.
Βασικά, δεν ξεκίνησε και τόσο ιδιαίτερα
Μάλλον συνηθισμένη ήταν στην αρχή
Δηλαδή ξύπνησα μόνος μου σαν πάντα
Και εκείνο το βζιν βζιν μαραφέτι
Μου ετοίμασε έναν χλιαρό νες γκαφέ
Καθώς εγώ σερνόμουν αριστερά-δεξιά
Προσπαθώντας να θυμηθώ που είναι ο πίνακας
Να σηκώσω τις ασφάλειες του θερμοσίφωνα
Κάνω βλέπετε μπάνιο πριν πάω δουλειά
Στο μπάνιο, θυμήθηκα τον παππού
Που πάντα έλεγε:
Η Θεία Δίκη θα έρθει όταν οι ουρανοί
Θα ανοίξουν δυό φορές την ίδια μέρα
Τα έλεγε τέτοια μετά το τρίτο τσίπουρο
Και τέλος πάντων, ξεκίνησα για τη δουλειά
Και προχωρούσα, και προχωρούσα
Και προχωρούσα… και έφτασα
Δούλεψα όσο μου αναλογούσε, εντάξει
Ίσως λίγο λιγότερο από τόσο
Στην επιστροφή προς το σπίτι
Κοιτούσα τα περιστέρια
Στους στύλους
Της ΔΕΗ
ΚΑΙ ΤΣΑΜΠΑΝΤΑΜΠΑΓΚΑΜΠΑΝΤΑΜ ΓΑΜΗΣΕ ΤΑ ΑΝΟΙΓΟΥΝΕ ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ ΚΑΙ ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΒΡΕΧΕΙ ΓΕΡΟΥΣ ΑΣΤΕΓΟΥΣ ΜΟΥΣΑΤΟΥΣ ΜΕ ΘΟΛΩΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΤΟ ΠΟΥ ΤΡΑΚΑΡΟΥΝΕ ΕΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΣΤΥΛΟΥΣ ΤΗΣ ΔΕΗ ΚΑΙ ΤΡΟΜΑΖΟΥΝΕ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ -εδώ που τα λέμε ποτέ δε τα συμπάθησα τα περιστέρια και ας λέγαμε μαλακίες με τη Μέγια- ΚΑΙ ΤΡΕΚΛΙΖΟΥΝΕ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΔΕΞΙΑ, ΦΩΝΑΖΟΥΝΕ ΣΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ ΓΙΑ ΛΙΓΑ ΛΕΠΤΑ ΡΕ ΦΙΛΑΡΑΚΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΗΣΩ ΚΙ ΕΓΩ, ΑΟΥ, ΑΟΥ, ΔΕΚΑΕΦΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ, ΚΡΑΚ, ΜΠΑΜ
Εντάξει, τα κοριτσόπουλα τρομάξανε
Το ίδιο και οι μανάδες τους αλλά αυτές
Είναι το ίδιο συμπαθητικές με τα περιστέρια
Υπάρχουν και στέκουν πάνω σε μαύρες γραμμές
Θέλω να πω, δεν πετάνε πολύ, λόγω πάχους
Και είναι δίκαιο
Εγώ πάλι την είχα καταβρεί
Και πήγαινα από γέρο σε γέρο
Και μοίραζα φωτοτυπίες
Μηχανογραφικών σχεδίων
Εξήντα επί εκατόν δέκα
Επί τέσσερα κόμμα σαράντα
Ευρώ, σακούλα, ευχαριστούμε
Να έχουνε κάπου να κάτσουνε οι άνθρωποι, είναι κρύα κάτω τον χειμώνα, τόσα χρόνια που δεν κάθομαι στο παγκάκι αλλά κάτω, κάτι ξέρω
Κι εκεί είναι που γνωρίζομαι με τον πιο κωλόγερο όλων τους, τον πιό γαμάτο, απίστευτο, καταπληκτικό γεράκο με μούσια και Κάρτα Ανεργίας που μπορώ να φανταστώ
Φοράει σακάκι πράσινο και σακουλοτσουβαλιασμένο, έχει έντονα μάτια, τραγουδάει χαρωπά με ένα μπουκάλι φτηνό κρασί στο χέρι
Του δίνω το μηχανογραφικό του και μου πασάρει το κρασί
Περνάμε καλά οι δυό μας για λίγο
Και ανοίγουν οι ουρανοί πάλι
Αυτό καταντάει ενοχλητικό
ΚΑΙ ΤΣΑΜΠΑΝΤΑΜΠΑΓΚΑΜΠΑΝΤΑΜ ΓΑΜΗΣΕ ΤΑ ΞΕΚΙΝΑΜΕ ΦΤΟΥ ΚΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΑΛΛΑ ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ ΔΕΝ ΒΡΕΧΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΠΑΡΑ ΜΟΝΑΧΑ ΣΚΑΕΙ ΜΥΤΗ Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΟΥΡΛΙΑΖΟΥΝ ΟΙ ΜΑΝΑΔΕΣ “ΠΑΛΙ ΕΣΥ ΣΩΤΗΡΑ ΜΑΣ;” ΚΑΙ ΟΙ ΓΕΡΟΙ ΚΑΝΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΠΙΑ ΚΑΙ ΧΩΝΟΝΤΑΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΟΤΙ ΒΡΟΥΝ ΓΙΑ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣΟΥΝ ΑΛΛΑ Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΜΕΙΛΙΚΤΟΣ, “ΕΛΑΤΕ ΠΙΣΩ ΡΕ ΡΕΜΑΛΙΑ”, ΕΓΩ ΠΡΟΣΠΑΘΩ ΝΑ ΒΓΑΛΩ ΤΟ ΣΑΚΑΚΙ ΜΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΦΟΡΕΣΩ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟ, ΜΑΤΑΙΑ, Ο ΘΕΟΣ ΜΑΣ ΒΛΕΠΕΙ ΕΔΩ ΚΑΙ ΩΡΑ, ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΓΙΑ ΛΙΓΟ
Αλλα φτου. Μας είδε –
“Θεούλη μου, γεια σου, με θυμάσαι”; ξεκινάω εγώ
Αλλά ο καριόλης δεν χαμπαριάζει από καλοσύνες
Δύο χιλιάδες και κάτι χρόνια στέλνει αθώους στη κόλαση
Σιγά μην καούν τα αυγά του από την έγνοια
“Πρέπει να μου δώσεις πίσω τον Μουσάτο Αδέσποτο Γέρο μου”, μου λέει
“Ρε αφεντικό, άσε να τον μαζέψω για μιά μέρα μόνο, να πιούμε κάνα κρασάκι και να μιλήσουμε για Το Καφέ Κράτος, κάτι…” ξεκινάω εγώ, αλλά –
ΤΣΑΜΠΑΝΤΑΜΠΑΓΚΑΜΠΑΝΤΑΜ ΓΑΜΗΣΕ ΤΑ πέφτει ένας κεραυνός δίπλα μου και μου καίει όλα τα μηχανογραφικά
“Γιάου, Τζέσου, υπερβάλλεις — έναν γεράκο για μιά μέρα σου ζητάω μωρέ”
“Ο-Χ-Ι”
Κι έτσι τελικά δε τον πήρα τον γέρο στο διαμέρισμα μου κι επέστρεψε στον παράδεισο
Πίσω στην καθημερινότητα
Γαμημένη Θεία Δίκη, καταραμένο τσίπουρο.
το ειδα καπως αργα.Λενος Χρηστιδης.Αν και νομιζω εχει και αλλα ονοματα πολλα.Κανεις δεν ξερει ποσα βιβλια πραγματικα εχει γραψει.Το πρωτο του ωστοσο ονομαζεται Viv loss(αν το διαβασεις στα ελληνικα προφερεται σαν να λεμε νυν λοσσ και εχει να κανει με ενα μυθοπλαστικο ειδος υπαρξης αοριστου και ακαθοριστου προελευσης και αερο-πλανικης κατευθυνσης το οποιο βρισκεται συνεχως υπο μια πλανη με αποτελεσμα να εξαπλαναται ολο και περισσοτερο αλλα ποτε να μην εξαφανιζεται,και για το λογο αυτο τους ονομαζει losers(λοσερσ) και παραμενουν εκτος απο λοσερσ και στην ιστορια εις τον αιωνα τον απαντα και εις τους αιωνες των αιωνων ανυν.μετα απο αυτο τελοσπαντων εγραψε καποια αλλα τα οποια αμφισβητουντε της υπαρξης των .Και βρισκεται παντουπαντου.Κυριως ομως.Quote:
Originally Posted by sabbattack
ε; αλήθεια; ψέμα; προβοκάτσια; παραλήρημα;Quote:
Originally Posted by Hunted_By_A_Freak
h alh8eia einai mia.den yparxei a8anasia.
στο μεθύσι σου απάνω να μαχαίρωνες το χάρο.
καταταλλα αν το έχεις το θέλω, κι ας μην υπάρχει.
entaksei.
"With a curious physical sensation, as if she were urged forward and at the same time must hold herself back, she made her first quick decisive stroke. The brush descended. It flickered brown over the white canvas; it left a running mark. A second time she did it - a third time.
And so pausing and so flickering, she attained a dancing rhythmical movement, as if the pauses were one part of the rhythm and the strokes another, and all were related; and so, lightly and swiftly pausing, striking, she scored her canvas with brown running nervous line which had no sooner settled there than they enclosed (she felt it looming out at her) a space.
Down in the hollow of one wave she saw the next wave towering higher and higher above her. For what could be more formidable than that space?
Here she was again, she thought, stepping back to look at it, drawn out of gossip, out of living, out of community with people into the presence of this formidable ancient enemy of hers - this other thing,
this truth, this reality, which suddenly laid hands on her, emerged stark at the back of appearances and commanded her attention.
She was half unwilling, half reluctant.
Why always be drawn out and haled away?"
ταδε εφη, βιργινία λύκου.