Απομακρυνθηκα, θαρρεις ότι τους ανθρωπους φοβηθηκα.
Στη μοναξια συστηθηκα, μηπως κι αποτοξινοθω και διωξω τα φαντασματα
που στοιχειωσαν τον κοσμο μου και κλεισαν τα περασματα.
Ασματα παραφωνα ηχουν απ’τα μεγαφωνα.
Πλασματα παραξενα γυρνουν στους δρομους ασκοπα.
Κοιταζονται καχυποπτα, ψαχνουν για επιβεβαιωση, θελουν πιστωση χρονου για να βρουν την εξιλεωση.
Μη κοιτας μονο εκει περα που σου μαθανε να κοιτας, κοιτα και λιγο παραπερα μαθε μονος να πετας.
Βλεπεις το εχει η εποχη να είναι όλα μπερδεμένα, φθινοπωρο κι ανοιξη μαζι, μα πως εχουνε γινει όλα ένα;
Κοιτας μπροστα και δεν σε νοιαζει, κοιταζεις πισω και πονας..μα όλα θα ταν ενταξει αν ειχες καποιον να μιλας.
Να ηταν διπλα σου στον πονο, να ηταν διπλα σου στις χαρες.
Να μη σ’αφηνε μονο σε μερες τετοιες, σκοτεινες.
Κι είναι δυσκολες μερες και δεν περνανε οι στιγμες, απεναντι σ’έναν αιωνα που δεν τον αλλαξε το χθες.
Λες όλα πανε καλα, εχεις τον κοσμο μπροστα σου..κι ας είναι δυσκολοι οι καιροι εσυ τα θελεις όλα δικα σου.
Και καπου μες στο χαμο καποιος σου φωναξε: «Στάσου!», μα δεν τον ακουσες ποτε- ειχες ξεχασει τ’ονομα σου.
και τωρα ασκοπα γυρνας, εχεις για ονομα αριθμο.
Υπαρχει φως μες στο δωματιο. Μα μοιαζει παντα σκοτεινο.
Απομακρυνθηκα, θαρρεις ότι τους ανθρωπους φοβηθηκα.
Στη μοναξια συστηθηκα, μηπως κι αποτοξινοθω και διωξω τα φαντασματα
που στοιχειωσαν τον κοσμο μου και κλεισαν τα περασματα.
Ασματα παραφωνα ηχουν απ’τα μεγαφωνα.
Πλασματα παραξενα γυρνουν στους δρομους ασκοπα.
Κοιταζονται καχυποπτα, ψαχνουν για επιβεβαιωση, θελουν πιστωση χρονου για να βρουν την εξιλεωση.