Originally Posted by Νίκος Ντάσιος
Τα έχουμε ξαναπεί αυτά, εκεί που ενώνεται η Θεσσαλία, η Ήπειρος, η φουστανέλα του καπεταν-Νικηταρά, με το σύγχρονο τρόπο του ελληνικού post rock (αν είναι βέβαια δόκιμος ο όρος) βρίσκεται από καιρό ο κ. Παπακωνσταντίνου. Και τι έχουμε μπροστά μας εκτός από μια εξαιρετική (αν και περιέργως "δυσάρεστη") δουλειά στο εξώφυλλο και το βιβλιαράκι που εμπεριέχεται στο cd; Έχουμε ένα μπουκέτο από καλοδουλεμένες συνθέσεις με την γνωστή πατροπαράδοτη κατήφεια, με την πρέπουσα δόση ανατρεπτικού και λεβέντικου χιούμορ και με αρκετή από τεχνολογία με την μορφή loupων, sampleρακίων, ανάποδων ηχογραφημένων τζουράδων κτλ. τα οποία πιθανώς να σας κάτσουν και στο στομάχι. Επίσης, τολμώ να πω ότι, υπάρχουν σαφέστατα ψήγματα από αυτό το υλικό, που αν καλλιεργηθεί μπορεί να αυγατίσει ο αντίστοιχος έλληνας Waits (και δεν είναι ειρωνεία αυτό). Τα λίγα μαύρα σύννεφα που μαζεύονται είναι προς το τέλος του cd όπου φλερτάρει ελαφρώς με την φλυαρία. Βέβαια είναι και κάτι άλλο λιγότερο ευδιάκριτο που μου έρχεται, σαν συναίσθημα από τα παλιά, κομμάτι δύσκολο να αποκρυσταλλωθεί.
Όταν ήμουνα μικρός θυμάμαι στα βαρετά σαββατοκύριακα στο χωριό, τεράστιους (στα μάτια μου προφανώς) κυκλικούς χορούς με διάφορες κοινωνικές αφορμές (γάμους, βαφτίσια κτλ). Μιλάμε για πολύ πληκτικές φάσεις (στα μάτια μου προφανώς επίσης). Ο Θανάσης με συμφιλίωσε με εκείνα τα χαμένα μεσημέρια και μου τα επέστρεψε, σαν τις παλιές χαμένες από χρόνια μπίλιες μου, δείχνοντας μου, ίσως όχι καλύτερα από τους άλλους, αλλά σίγουρα ποιο ξεκάθαρα, ότι δεν χρειάζεται ποτέ να ξαναβαρεθείς τις Κυριακές τα μεσημέρια. Δείχνει με υπερβολικό, ομολογουμένως, ζήλο ότι η παράδοση δεν είναι σώνει και καλά αρτηριοσκληρωτική και αγκυλωμένη σαν την θεία Ευτέρπη, αλλά κάτι ζωντανό και ενδεχομένως γαμηστερό. Ωστόσο υπάρχει ένα δυσδιάκριτο όριο στην διαδικασία αυτή, όταν η έμπνευση (από όπου και αν εκπορεύεται, samplerάκια, γκάιντες, τσαρούχια, γιαγιάδες κτλ) δεν μετουσιώνεται σε τραγούδι (γιατί θεωρώ ότι οι μονόλογοι δεν είναι τραγούδι). Και εδώ είναι και η ένσταση μου όταν ακούς μια από τις καλύτερες μελωδίες του δίσκου (αυτή με τον ραδιοφονικότατο τίτλο "Μου 'κλασες τα αρχίδια κ. μοίραρχε") να μην γίνεται τραγούδι, όταν στα "Ορυχεία" (ίσως το καλύτερο τραγούδι του δίσκου) ο λεβέντης Αθανάσιος μπαίνει εμφατικά με την φράση "...πολλές φορές προσπάθησα μα αυτά τα γαμημένα..." (είμαι πολύ περίεργος αν και πως θα το παίξει το 2ο αυτό) τότε νιώθεις ότι κάτι πάει στραβά. Όχι γιατί σοκαριστήκαμε (εδώ γουστάραμε "δημοσιοϋπαλληλικό ρετιρέ" και "λοστ μπόντις" και έχουμε διατελέσει και άγριοι-ατρόμητοι χεβιμεταλάδες), ούτε γιατί μας χάλασε η σκέτη μελωδία (έχουμε εντρυφήσει σε ατελείωτες υπνωτικές και νυσταλέες post rockικές συνθέσεις) αλλά διότι θεωρώ ότι ο εν λόγω κύριος είναι ένας υπερβατικός τραγουδοποιός.
Τελικά και επί της ουσίας είναι μια χαρά δουλειά που, πέρα από την νεοελληνική μου γκρίνια, σαν γεροδεμένος τσέλιγκας ανοίγει καινούργιους δρόμους στα θερινά βοσκοτόπια της βόρειας Πίνδου ακούγοντας (αλίμονο από το iPod του) όχι Καψάλη, αλλά το τελευταίο demo του DJ Shadow. Ανίερος συνδυασμός αλλά λένε ότι όπου υπάρχει μπαστάρδεμα υπάρχει και ομορφιά, για αυτό και αν τελικά τον τιμήσετε με τον οβολό σας δείξτε την αρμόζουσα υπομονή.
Επιμύθιο: την τελευταία φορά που είδα τον Θανάση ήταν με τους λαϊκεδέλικα σε μια όντως συγκλονιστική συναυλία αλλά να, κάτι με χάλασε. Δεν είχε να κάνει με την μουσική, ούτε με κάτι απίθανους τύπους που ανέβαιναν στην σκηνή για να εκδηλώσουν τον έρωτά τους για κάποια κ. Κούλα, ούτε με το ότι οι εν λόγω κύριοι χόρευαν αργότερα νομαδικώς στην σκηνή με το "στανιό". Αυτό που με πείραξε και το κατάλαβα αρκετά αργότερα, ήταν που ένα ζευγάρι καθότανε κανα δύο μέτρα αριστερά μου, μεγαλούτσικοι (προφανώς παλαιάς κοπής οπαδοί του Θανάση) με το παιδάκι τους και περιμένανε υπομονετικά. Τι περιμένανε; Ξέρω και 'γώ τι περιμένανε, μπορεί καμιά Ανδρομέδα. Αυτό που ξέρω είναι ότι σε κάποια φάση το παιδί κουράστηκε, κοιμήθηκε στην αγκαλιά τους και φύγανε κατά τη μία παρά. Βέβαια τι γυρεύανε γέροι άνθρωποι σε rock συναυλία για να είμαι ειλικρινής δεν το κατάλαβα...